Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ψάλλω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ψάλλω, μέλ. ψᾰλῶ, αόρ. αʹ ἔψηλα, παρακ. ἔψαλκα (ψάωI. αγγίζω με δύναμη, μαδώ, τραβώ, σύρω, αποσπώ, σε Αισχύλ.· τόξου νευρὰν ψάλλω, τεντώνω χορδή τόξου και την αφήνω να ηχήσει, σε Ευρ.· βέλος ἐκ κέραος ψάλλω, ρίχνω βέλος από τόξο με κλαγγή, σε Ανθ.· ομοίως, σχοῖνος μιλτοχαρὴς ψαλλομένη, το κόκκινο σχοινί του ξυλουργού, το οποίο τεντώνεται και μετά ξαφνικά αφήνεται, έτσι που να σχηματίσει ερυθρά γραμμή πάνω σε σανίδα, στο ίδ. II. 1. χτυπώ έγχορδο όργανο με τα δάκτυλα, χωρίς πλήκτρα, σε Ηρόδ., Αριστοφ., Πλάτ. 2. έπειτα παίζω κιθάρα, σε Κ.Δ.