
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "χύδην[ῠ]"
- χύδην[ῠ], επίρρ. (χέω), χυτά ή σε ανάμειξη, απ' όπου: I. χωρίς σειρά, στην τύχη, ανακατωμένα, σε Πλάτ., Αριστ. II. σε ρέουσα γλώσσα, δηλ. σε πεζό λόγο, σε Αριστ. III. αφθόνως, ολοκλήρως, ολοσχερώς, σε Ανθ.