
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "χωριστός"
- χωριστός, -ή, -όν (χωρίζω)· I. ρημ. επίθ., με τοπική σημασία, χωρισμένος, χωριστός, σε Αριστ. II. ευδιάκριτος, στον ίδ.