Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χρόνος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
χρόνος, , I. 1. χρόνος, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. καθορισμένο διάστημα, λίγος χρόνος, περίοδος, εποχή· δεκέτης, τρίμηνος χρόνος, σε Σοφ.· χρόνος βίου ἥβης, σε Ευρ.· πληθ., περίοδοι του χρόνου, τοῖς χρόνοις ἀκριβῶς, με χρονολογική ακρίβεια, σε Θουκ.· τοῖς χρόνοις, με τις χρονολογίες, σε Ισοκρ. 3. ειδικότερες χρήσεις: α) αιτ. χρόνον, για λίγο, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· ομοίως, πολὺν χρόνον, λέγεται για μεγάλο διάστημα, στον ίδ.· τὸν ἀεὶ χρόνον, για πάντα, σε Ευρ. κ.λπ.· ἕνα χρόνον, μια φορά, μια για πάντα, σε Ομήρ. Ιλ. β) γεν., ὀλίγου χρόνου, σε μικρό διάστημα, σε Ηρόδ.· πολλοῦ χρόνου, σε Αριστοφ.· πόσου χρόνου; για πόσο καιρό; στον ίδ. γ) δοτ. χρόνῳ, στην ώρα, επιτέλους, σε Ηρόδ., Τραγ.· ομοίως, χρόνῳποτέ, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης με άρθρο, τῷ χρόνῳ, σε Αριστοφ. 4. με προθέσεις, ἀνὰ χρόνον, παρερχομένου του χρόνου, μετά από καιρό, σε Ηρόδ.· ἀφ' οὗ χρόνου, αφ' ότου..., σε Ξεν.· διὰ χρόνου, έπειτα από ένα χρονικό διάστημα, σε Σοφ., Θουκ.· διὰ πολλοῦ χρόνου, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· ἐκ πολλοῦ χρόνου, εδώ και πολύ καιρό, πριν από πολύ καιρό, σε Ηρόδ.· ἐν χρόνῳ, στην ώρα, με τον καιρό, σε Αισχύλ.· ἐντὸς χρόνου, μέσα σε συγκεκριμένο χρόνο, σε Ηρόδ.· ἐπὶ χρόνον, για λίγο, σε Όμηρ.· πολλὸν ἐπὶ χρόνον, σε Ομήρ. Οδ.· ἐς χρόνον, στο εξής, στο μέλλον, σε Ηρόδ.· σὺν χρόνῳ, όπως χρόνῳ ή διὰ χρόνου, σε Αισχύλ.· ὑπὸ χρόνου, στο πέρασμα του χρόνου, σε Θουκ. II. η διάρκεια της ανθρώπινης ζωής, ηλικία, σε Σοφ.· χρόνῳβραδύς, στον ίδ. III. εποχή, μέρος του έτους, σε Ξεν. IV. χρονική καθυστέρηση, απώλεια χρόνου, αργοπορία, λέγεται για χρόνο, σε Δημ.· χρόνους ἐμποιεῖν, κάνω καθυστερήσεις, στον ίδ.