Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χάλκ"

Βρέθηκαν 79 λήμματα [61 - 79]
χαλκο-πώγων, -ωνος, , Λατ. Ahenobarbus, σε Πλούτ.
χαλκός, -οῦ, , I. χαλκός, Λατ. aes, σε Όμηρ. κ.λπ.· χρησιμοποιείται σε αναφορά προς το χρώμα ἐρυθρός, σε Ομήρ. Ιλ.· ο χαλκός ήταν το πρώτο μέταλλο που επεξεργάστηκε, τοῖς δ' ἦν χάλκεα μὲν τεύχεα, χάλκεοι δέ τε οἶκοι, χαλκῷ δ' ἐργάζοντο, μέλας δ' οὐκ ἔσκε σίδηρος, σε Ησίοδ.· έπειτα, η λέξη χαλκός συνηθιζόταν να χρησιμοποιείται για κάθε μέταλλο γενικά· και όταν οι άνθρωποι έμαθαν να επεξεργάζονται το σίδηρο, η λέξη χαλκός χρησιμοποιήθηκε για το σίδηρος, και χαλκεύς έφτασε να σημαίνει σιδηρουργός· χαλκός επίσης σήμαινε ορείχαλκος (δηλ. μίγμα χαλκού με κασσίτερο), όχι χαλκός (δηλ. μίγμα χαλκού με ψευδάργυρο, το οποίο ήταν μεταγεν. ανακάλυψη), και αυτή ήταν η έννοιά του στην περίπτωση των όπλων· II. 1. οτιδήποτε κατασκευασμένο από χαλκό ή μέταλλο, όπως κοντάρι, ξίφος, μαχαίρι κ.λπ. σε Ομήρ. Ιλ.· χαλκὸν ζώννυσθαι, λέγεται για πολεμιστή ζωσμένο με τον οπλισμό του, στο ίδ. κ.λπ. 2. λέγεται για σκεύη, αγγείο, λέβητας, κάλπη, σε Όμηρ. κ.λπ.· 3. χρησιμ. για χάλκινο καθρέφτη, σε Ανθ. 4. χάλκινο νόμισμα, όπως χαλκοῦς II, στον ίδ.
χαλκο-στέφᾰνος, -ον, αυτός που είναι στεφανωμένος με χαλκό, τέμενος, σε Ανθ.
χαλκό-στομος, -ον (στόμα)· I. αυτός που έχει χάλκινο στόμα, χαλκόστομος κώδων Τυρσηνική, δηλ. σάλπιγγα, σε Σοφ. II. με άκρη ή αιχμή από χαλκό, σε Αισχύλ.
χαλκό-τευκτος, -ον, αυτός που είναι φτιαγμένος από χαλκό, σε Ευρ.
χαλκό-τοξος, -ον (τόξον), αυτός που είναι εξοπλισμένος με χάλκινο τόξο, σε Πίνδ.
χαλκοτορέω, κατεργάζομαι χαλκό ή κατασκευάζω από χαλκό, σε Ανθ.
χαλκό-τορος, -ον (τείρω), αυτός που είναι κατεργασμένος από χαλκό, σε Πίνδ.
χαλκο-τύπος[ῠ], (τύπτωI. αυτός που δουλεύει τον χαλκό, χαλκουργός, σε Ξεν.· σιδηρουργός, σε Δημ. II. προπαροξ. ως επίθ., χαλκότῠπος, -ον, Παθ., χτυπημένος με χαλκό, πληγωμένος με χάλκινα όπλα, σε Ομήρ. Ιλ.
χαλκουργικός, , -όν, αυτός που ανήκει ή αρμόζει στη χαλκουργική εργασία, ἡ χαλκουργική (ενν. τέχνη), η τέχνη κατεργασίας χαλκού ή ορείχαλκου, σε Αριστ.
χαλκ-ουργός, -όν, (*ἔργω), χαλκουργός, σιδηρουργός, σε Λουκ.
χαλκοῦς, -ῆ, -οῦν, I. Αττ. συνηρ. αντί χάλκεος, σε Σοφ. κ.λπ. II. ως ουσ., χαλκοῦς, , χάλκινο νόμισμα, το 1/8 του οβολού, λίγο περισσότερο από το δίλεπτο, σε Δημ. κ.λπ.
χαλκο-φάλᾰρος[φᾰ], -ον (φάλαρα), αυτός που είναι στολισμένος με χαλκό, σε Αριστοφ.
χαλκόφῐ, Επικ. γεν. του χαλκός.
χαλκο-χάρμης, -ου, (χάρμη), αυτός που μάχεται με χαλκό, δηλ. με χάλκινα όπλα, σε Πίνδ.
χαλκο-χίτων[ῐ], -ωνος, , , αυτός που φορά χάλκινο χιτώνα, σε Ομήρ. Ιλ.
χαλκό-χῠτος, -ον, αυτός που είναι χυτός σε χαλκό, σε Ανθ.
χαλκόω, μέλ. -ώσω (χαλκός), κατασκευάζω με χαλκό, σε Ανθ.Παθ., χαλκωθείς, αυτός που είναι ντυμένος με χαλκό, σε Πίνδ.
χάλκωμα, -ατος, τό, οτιδήποτε φτιαγμένο από ορείχαλκο ή χαλκό, χάλκινο αγγείο, σκεύος, όργανο, σε Αριστοφ., Ξεν.· χάλκινο έμβολο πλοίου, σε Πλούτ.