Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "υἱός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
υἱός, , κλίνεται ομαλά υἱοῦ, υἱῷ, υἱόν· επίσης κατά την γʹ κλίση όπως αν υπήρχε ονομ. *υἱεύς, γεν. υἱέος, δοτ. υἱεῖ, Επικ. υἱέϊ, αιτ. υἱέα· δυϊκ. υἱέε, υἱέοιν· πληθ. υἱεῖς, Επικ. υἱέες, υἱέσι, υἱεῖς, Επικ. υἱέας· στον Όμηρ. επίσης (όπως αν προερχόταν από ονομ. *υἷς), γεν. υἷος, δοτ. υἷι, αιτ. υἷα, δυϊκ. υἷε (που διακρίνεται από την κλητ. ενικ. υἱὲ από τον τόνο), πληθ. υἷες, υἱάσι, υἷας· σε μεταγεν. Επικ. έχουμε γεν. υἱῆος, υἱῆι κ.λπ.· 1. γιος, Λατ. filius, σε Όμηρ. κ.λπ.· υἱὸν ποιεῖσθαί τινα, υιοθεσία γιου (τέκνου), σε Αισχίν.· υἱεῖς ἄνδρες, ενήλικοι, ώριμοι, μεγάλοι γιοι, σε Δημ.· σπανιότερα λέγεται για ζώα, σε Κ.Δ. 2. σε περιφράσεις, υἷες Ἀχαιῶν, αντί Ἀχαιοί, σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. παῖς. (Ο Όμηρ. μερικές φορές παραδίδει την πρώτη συλλαβή βραχεία, όπως αν υπήρχε ὑός).