Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "υπου"

Βρέθηκαν 8 λήμματα [1 - 8]
ὑπ-ουθᾰτίας, -ου, αυτός που βρίσκεται κάτω από μαστό, αυτός που θηλάζει, σε Ανθ.
ὕπ-ουλος, -ον (οὐλή), λέγεται για πληγές, τραύματα, αυτός που σαπίζει κάτω από πληγή· μεταφ., γεμάτος από κρυφά κακοφορμισμένα τραύματα, νοσηρός, σαθρός κάτω από, σε Πλάτ. κ.λπ.· ὕπουλος αὐτονομία, ψεύτικη αυτονομία, ανεξαρτησία, σε Θουκ.· κάλλος κακῶνὕπουλον, εξωτερικό κάλλος που υποκρύπτει εσωτερικά κακά, σε Σοφ.· επίρρ., ὑπούλως ἀκροᾶσθαι, υποκριτική, ψεύτικη υπακοή, σε Πλούτ.
ὑπ-ουράνιος, -ον, I. κάτω από τον ουρανό, κάτω από τον ορίζοντα, σε Ομήρ. Ιλ. II. αυτός που φθάνει, εκτείνεται μέχρι τον ουρανό, σε Όμηρ.
ὑπουργέω (ὑπουργός), μέλ. -ήσω, προσφέρω υπηρεσία ή βοήθεια σε κάποιον, υπηρετώ, βοηθώ, συντρέχω, τινί, σε Ηρόδ. κ.λπ.· χρηστὰ ὑπουργέω (ενν. τοῖς Ἀθηναίοισι), τους παρέχω καλή υπηρεσία, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ὑπουργέω χάριντινί, σε Αισχύλ.Παθ., τὰ ὑπουργημένα, οι προσφερόμενες, παρεχόμενες υπηρεσίες, σε Ηρόδ.
ὑπούργημα, -ατος, τό, προσφερόμενη, παρεχόμενη υπηρεσία, σε Ηρόδ., Ξεν.
ὑπουργητέον, ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να του προσφερθεί υπηρεσία, σε Λουκ.
ὑπουργία, , παρεχόμενη, προσφερόμενη υπηρεσία, σε Σοφ., Αριστ.
ὑπ-ουργός, -όν (ἔργον), αυτός που προσφέρει, παρέχει υπηρεσία, εξυπηρετικός, χρήσιμος, ωφέλιμος, βοηθητικός, συντελεστικός, αυτός που συμβάλλει σε κάτι, με δοτ., σε Ξεν.