
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "τοξικός"
- τοξικός, -ή, -όν (τόξον)· I. αυτός που ανήκει ή αρμόζει στο τόξο, σε Αισχύλ.· ἡ τοξική (ενν. τέχνη), η τέχνη της τοξοβολίας, σε Πλάτ. II. λέγεται για πρόσωπο, επιδέξιος στη χρήση του τόξου, τοξικώτατος, σε Ξεν.