LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "τάχα"
- τάχᾰ, επίρρ. (τᾰχύς): I. γρήγορα, αμέσως, Λατ. statium, σε Όμηρ. κ.λπ. II. ίσως, πιθανόν, σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως επίσης, τάχ' ἄν, πιθανώς, ίσως, δυνατόν, με ευκτ., σε Ηρόδ., Αττ.· τάχ' ἄν (μόνο του), χρησιμοποιείται για απαντήσεις, σε Πλάτ. κ.λπ.· επιτετ. ἴσωςτάχα, σε Ξεν.· τάχα τοίνυν ἴσως, σε Δημ.· τάχ' ἂν ἴσως, σε Σοφ. κ.λπ. III. ως συγκρ. τάχιον, υπερθ. τάχιστα, βλ. ταχύς Γ.

