Αποτελέσματα για: "σής"
Βρέθηκαν 9 λήμματα [1 - 9]
-
σής, ὁ, γεν. σεός, πληθ. σέες, σέας, σέων· μεταγεν. γεν. σητός κ.λπ.· σκώρος που κατατρώγει μάλλινα υφάσματα, έντομο, σαράκι, Λατ. tinca, σε Αριστοφ.· μεταφ., κωμικό παρωνύμο των γραμματικών, των «βιβλιοφάγων», σε Ανθ.
-
σησᾰμαῖος, -η, -ον, παρασκευασμένος από σουσάμι, σουσαμένιος, σε Λουκ.
-
σησάμη[ᾰ], ἡ, σησάμη (σουσαμιά), φυτό από τον καρπό του οποίου (σήσαμον) εξαγόταν κατόπιν εκθλίψεως είδος λαδιού, το σησαμέλαιο. (άγν. προέλ.).
-
σησᾰμῆ, ἡ, πολτός από ψημένο και αλεσμένο σουσάμι, σουσαμόπιτα, παστέλι, σε Αριστοφ.
-
σησάμῐνος[ᾰ], -η, -ον, παρασκευαμένος από σουσάμι, σουσαμένιος, σε Ξεν.
-
σησᾰμόεις, -εσσα, -εν, προερχόμενος ή παρασκευασμένος από σουσάμι, σουσαμένιος· ως ουσ. (συνηρ.) σησαμοῦς, ὁ, γλύκισμα, πίτα που παρασκευάζεται από σουσάμι, παστέλι, σε Αριστοφ.
-
σήσᾰμον, τό, I. σπόρος ή καρπός του φυτού της «σουσαμιάς» (σησάμη), σε Ηρόδ., Αριστοφ. II. = σησάμη, σε Αριστοφ., Ξεν.
-
σησᾰμό-τῡρον, τό, μείγμα από σουσάμι και τυρί, σε Βατραχομ.
-
Σηστός, ἡ ή ὁ, η πόλη Σηστός, στην Ευρωπαϊκή πλευρά του Ελλήσποντου, απέναντι από την πόλη Άβυδο, σε Ομήρ. Ιλ.