Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πρόσθεν"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πρόσθεν, πρόσθε (πρό, πρόςΙων. και ποιητ. επίρρ.
Α.
ΠΡΟΘ. με ΓΕΝ.: I. 1. α) λέγεται για τόπο, μπροστά, πρόσθ' ἵππων, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· πρόσθεν ποδῶν, σε Ομήρ. Οδ.· πρόσθεν πυλάων, πρόσθεν πόλιος, μπροστά, δηλ. έξω από την πόλη, σε Ομήρ. Ιλ.· στην Αττ., ἐν τῷ πρόσθεν τοῦ στρατεύματος, μπροστά από..., σε Ξεν.· εἰς τὸ πρόσθεν τῶν ὅπλων καθέζεσθαι, στον ίδ. β) με παράλληλη σημασία υπεράσπισης, στὰς πρόσθε νεκύων, σε Ομήρ. Ιλ.· πρόσθε φίλων τοκέων, στο ίδ. 2. με ρήματα κίνησης, πρόσθεν ἔθεν φεύγοντα, στο ίδ. κ.λπ. 3. μεταφ., μπροστά, μάλλον, με προτίμηση σε, πρόσθεν τιθέναι τί τινος, σε Ευρ. II. λέγεται για χρόνο, πριν, πρόσθ' ἄλλων, σε Ομήρ. Ιλ.· τοῦ χρόνου πρόσθεν θανοῦμαι, σε Σοφ. Β. ως ΕΠΙΡΡ., I. 1. λέγεται για τόπο, μπροστά, εμπρός, πρόσθε λέων ὄπιθεν δὲ δράκων, σε Ομήρ. Ιλ.· οἱ πρόσθεν, οι άντρες στη μπροστινή σειρά, αντίθ. προς οἱ ὄπισθεν, στο ίδ.· Αττ. ὁ πρόσθεν, σε Ξεν.· τὰ πρόσθεν, στον ίδ. 2. με ρήματα κίνησης, πάνω, μπροστά, πρόσθεν ἡγεμονεύειν, σε Ομήρ. Οδ.· πάριτε ἐς τὸ πρόσθεν, σε Αριστοφ. II. λέγεται για χρόνο, πριν, προηγουμένως, κάποτε, άλλοτε, σε Όμηρ. κ.λπ.· οἱπρόσθεν ἄνδρες, οι παλιοί άντρες, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, τοῦ πρόσθεν Κάδμου, σε Σοφ.· ἡ πρόσθεν, η προηγούμενη, σε Ευρ.· οἱ πρόσθεν πόνοι, οι προηγούμενοι, οι πρωτύτεροι, κόποι, σε Αισχύλ.· ἡ πρόσθεν ἡμέρα, σε Ξεν.· επίσης, τὸ πρόσθεν ως επίρρ., προηγουμένως, παλιά, σε Όμηρ.· τὰ πρόσθεν, σε Αισχύλ. Γ. ακολουθ. εξαρτημένη πρόταση, 1. πρόσθεν, πρὶν, Λατ. priusquam, κυρίως με άρνηση, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν.· επίσης, πρόσθεν ἤ..., σε Σοφ.· πρόσθεν πρὶν ἤ, σε Ξεν. 2. όπως το Λατ. potius, πρόσθεν ἀποθανεῖν ἤ..., πεθαίνω νωρίτερα από..., στον ίδ.