Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πρός"

Βρέθηκαν 673 λήμματα [561 - 580]
πρόσταξις, (προστάσσω), I. τακτοποίηση, διάταξη, διαταγή, σε Πλάτ. II. υπολογισμός, σε Θουκ.
προ-στᾰσία, Ιων. -ίη, (προστῆναιI. στήσιμο μπροστά, πρόστηση, εξουσία, τοῦ δήμου, τοῦ πλήθους, σε Θουκ.· απόλ., προεδρία, αξίωμα, στον ίδ. II. 1. προστασία, υπεράσπιση· και με αρνητική σημασία, φατριασμός, σε Δημ. 2. = Ρωμ. patronatus, σε Πλούτ. III. τόπος μπροστά από ένα οικοδόμημα, αυλή, προαύλιο, σε Αισχίν.
πρό-στᾰσις, (προστῆναι), εξωτερική μεγαλοπρέπεια, πομπώδης επίδειξη, σε Πλάτ.
προσ-τάσσω, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, I. με αιτ. προσ., 1. τοποθετώ ή παρατάσσω σε ένα μέρος, χωρεῖτε οἷ προστάσσομεν (ενν. ὑμᾶς), σε Ευρ.Παθ., προστ. πύλαις, σε Αισχύλ. κ.λπ. 2. τοποθετώ κοντά σε κάποιον, συνάπτω, προσαρτώ, σε Ηρόδ.· προστάσσει τινάς τινι, τους υποβάλλει στις διαταγές του, σε Θουκ.Παθ., Ἰνδοὶ προσετετάχατο Φαρναζάθρῃ, σε Ηρόδ. 3. αντιστρόφως, προστάσσω ἄρχοντα, διορίζω ως άρχοντα άλλων, ως κυβερνήτη, στον ίδ. II. 1. με αιτ. πράγμ., δίνω διαταγή, ορίζω, διατάσσω, ἔργον, πόνον προστάσσω τινί, στον ίδ. κ.λπ.Παθ., τοῖσι δὲ ἵππος προσετέτακτο, σε αυτούς είχε δοθεί διαταγή (είχε ορισθεί) να προσφέρουν ιππικό, στον ίδ.· τὰ προσταχθέντα, οι διαταγές που έχουν δοθεί, στον ίδ.· τὸπροστεταγμένον, στον ίδ.· τὰ προσταχθησόμενα, οι διαταγές που θα δοθούν, σε Ξεν.· απόλ., προσταχθέν μοι, η διαταγή που έχει δοθεί σε μένα, σε Δημ. 2. με δοτ. προσ. και απαρ., διατάζω, προστάζω κάποιον να κάνει κάτι, σε Ηρόδ. κ.λπ.Παθ. απρόσ., προσετέτακτό τινι πρήσσειν, στον ίδ. 3. με αιτ. και απαρ., σε Ευρ.Παθ., διατάζομαι να κάνω, σε Ηρόδ.· απόλ., λαμβάνω διαταγές, σε Θουκ.
προστᾰτεία, (προστάτης), = προστασία II, σε Ξεν.
προστᾰτεύω, = προστατέω· I. είμαι προστάτης ή κυβερνήτης, με γεν., σε Ξεν.· απόλ., ασκώ εξουσία, στον ίδ. II. προστατεύω ὅπως..., υπερασπίζομαι ή προσέχω, είμαι φύλακας, προασπιστής, στον ίδ.
προστᾰτέω, μέλ. -ήσω (προστάτηςI. προΐσταμαι, είμαι κυβερνήτης, ασκώ εξουσία, χθονὸς δώματων, σε Ευρ.· προστατέω τοῦ ἀγῶνος, είμαι επιμελητής του αγώνα, σε Ξεν.· απόλ., ὁπροστατῶν, αυτός που ενεργεί ως αρχηγός, στον ίδ. II. στέκομαι μπροστά ως υπερασπιστής, είμαι φύλακας ή προστάτης σε, πυλῶν, σε Αισχύλ.· Ἀργείων, σε Ευρ. III. ὁ προστατῶν χρόνος, ο πλησιέστατος χρόνος, σε Σοφ.
προστᾰτήριος, , -ον, I. αυτός που στέκεται μπροστά σε κάποιον, δεῖμα προστατήριον καρδίας, φόβος που αιωρείται στην καρδιά μου ή την κυριεύει, σε Αισχύλ. II. αυτός που στέκεται μπροστά, προστατευτικός, στον ίδ., Σοφ.
προστάτης, -ου, (προστῆναι),· I. αυτός που στέκεται εμπρός, παρατεταγμένος στη μπροστινή γραμμή, σε Ξεν. II. 1. αρχηγός, επικεφαλής πολιτικής παράταξης, σε Ηρόδ.· ὁ προστάτης τοῦ δήμου, σε Θουκ. 2. γενικά, προϊστάμενος, κυβερνήτης, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· προστάται τῆς εἰρήνης, αυτοί που πρώτοι έκαναν ειρήνευση, σε Ξεν. III. 1. αυτός που στέκεται μπροστά, προστάτης, υπερασπιστής, πρόμαχος, πυλωμάτων, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ. 2. στην Αθήνα, λέγεται για τον πολίτη που είχε υπό την προστασία του τους μετοίκους (μέτοικοι), όπως ο Ρωμ. pat­ronus είχε υπό την προστασία του τους clientes· προστάτην γράφεσθαί τινα, διαλέγω τον προστάτη μου, σε Αριστοφ.· αλλά, γράφεσθαι προστάτου, γράφω το όνομά μου στο όνομα του προστάτη, προσκολλώμαι σε έναν προστάτη, σε Σοφ. IV. προστάτης θεοῦ, αυτός που στέκεται μπροστά από κάποιο θεό για να τον ικετεύσει, ικέτης, στον ίδ.
προστᾰτικός, , -όν, 1. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στον προστάτη (σημασία II), σε Πλάτ. 2. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε κοινωνική τάξη ή σε τιμή, σε Πολύβ.
προστάτις, -ιδος, θηλ. του προστάτης, σε Λουκ.
προστάττω, Αττ. αντί προστάσσω.
προ-σταυρόω, μέλ. -ώσω, φράζω μπροστά ή κατά μήκος με πασσάλους, τὴνθάλασσαν, σε Θουκ.
προσ-τειχίζω, μέλ. -σω, προσθέτω οχύρωση, περικλείω επιπλέον το τείχος της πόλης, σε Θουκ.
προσ-τεκταίνομαι, Μέσ., επινοώ επιπλέον, σε Πλούτ.
προσ-τελέω, μέλ. -έσω, πληρώνω ή ξοδεύω επιπλέον, σε Ξεν.
προ-στέλλω, μέλ. -στελῶ, φυλάσσω ή καλύπτω από μπροστά, προφυλάσσω, σε Θουκ.Μέσ., προστέλλεσθαί τινα, στέλνω κάποιον οπλισμένο στον πόλεμο, σε Αισχύλ.Παθ., προὐστάλης ὁδόν, έκανες πολύ δρόμο, επιχείρησες ένα μακρύ ταξίδι, σε Σοφ.
προ-στένω, αναστενάζω ή θλίβομαι προτού, σε Αισχύλ.
προ-στερνίδιον, τό (στέρνον), κάλυμμα ή κόσμημα για το στήθος, λέγεται για άλογα, σε Ξεν.
πρό-στερνος, -ον (στέρνον), αυτός που βρίσκεται μπροστά από ή πάνω στο στήθος, σε Αισχύλ.