
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "προσφορά"
- προσφορά, ἡ (προσφέρω),· I. προσκόμιση, προσαγωγή, χρήση, σε Πλάτ. II. 1. (από Παθ.), αυτό που φέρεται σε κάποιον ή κάτι, προσθήκη, αύξηση, σε Σοφ. 2. προσθήκη, όφελος, πλεονέκτημα, στον ίδ.· δώρο, σε Θεόκρ.· προσφορά, σε Κ.Δ.