Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πελάτης[ᾰ]"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πελάτης[ᾰ], -ου, (πελάζωI. αυτός που πλησιάζει ή έρχεται κοντά, σε Σοφ.· γείτονας, Λατ. accola, σε Αισχύλ. II. ιδίως λέγεται για κάποιον που πλησιάζει μια γυναίκα, τὸν πελάταν λέκτρων Διός, λέγεται για τον Ιξίονα, σε Σοφ. III. αυτός που πλησιάζει για να ζητήσει προστασία, κηδεμονευόμενος, υπηρέτης, υποτελής, προστατευόμενο μέλος, σε Πλάτ.· το Ρωμ. cliens, σε Πλούτ.