LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "παρ-αιρέω"
- παρ-αιρέω, μέλ. -ήσω, αόρ. βʹ παρεῖλον, παρακ. παρῄρηκα· I. 1. βγάζω από τη μέση, αφαιρώ, απομακρύνω, αποσύρω, σε Ευρ.· με γεν. διαιρ., αποκόπτω κάτι, αποσπώ από κάποιο πράγμα, στον ίδ., Θουκ. — Παθ., παρῃρημένοι τὰ ὅπλα, έχοντας αφαιρέσει τα όπλα από πάνω τους (έχοντας αφοπλιστεί), σε Θουκ. 2. παραιρέω ἀρὰνεἰς παῖδα, απομακρύνω την κατάρα από το κεφάλι του παιδιού σου, σε Ευρ. II. 1. Μέσ., αποσπώ κάτι από την πλευρά κάποιου, αφαιρώ, εξαπατώ, σε Ξεν., Δημ. 2. απομακρύνω, σε Ξεν. — Μέσ., παραιρεῖσθαι τὴν θρασύτητα, μετριάζω, κάμπτω, σε Δημ. 3. γενικά, παίρνω μακριά από, κλέβω από, τί, τινος, σε Ηρόδ., Ευρ.

