Αποτελέσματα για: "μύω"
Βρέθηκαν 6 λήμματα [1 - 6]
-
μύω, μέλ. -σω, αόρ. αʹ ἔμυσα, Επικ. γʹ πληθ. μύσαν, παρακ. μέμῡκα· I. 1. αμτβ., κλείνω, είμαι κλειστός, λέγεται για μάτια, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· ομοίως, χείλεα μεμυκώς, έχοντας τα χείλη του κλειστά, σε Ανθ. 2. λέγεται για πρόσωπα, μύσας, με τα μάτια του κλειστά, σε Σοφ., Αριστοφ. 3. μεταφ., κάνω μια ανάπαυλα για ξεκούραση, κοπάζω, κάνω διάλειμμα, στη δουλειά, σε Σοφ.· λέγεται για καταιγίδες, σε Ανθ. II. μτβ., κλείνω, διακόπτω, στο ίδ.
-
μῡών, -ῶνος, ὁ (μῦς II), ένα σύνολο μυών του σώματος, μυς, σε Ομήρ. Ιλ.
-
μυωπάζω (μύωψ), έχω μυωπία, βλέπω αμυδρά, σε Κ.Δ.
-
μυωπίζω, I. (μύωψ II. 1.), κεντρίζω, πλήττω με το σπηρούνι, σε Ξεν. II. Παθ., (μύωψ II. 1.), παρενοχλούμαι από τις μύγες, λέγεται για άλογα, στον ίδ.
-
μυωπός, -όν, = μύωψ I, σε Ξεν.
-
μύ-ωψ, -ωπος, ὁ, ἡ (μύω, ὤψ),· I. αυτός που μισοκλείνει τα μάτια, όπως κάνουν οι άνθρωποι που έχουν μυωπία, μύωπας, σε Αριστ. II. 1. ως ουσ., μύωψ, -ωπος, ὁ, αλογόμυγα ή βοϊδόμυγα, Λατ. tabānus, σε Αισχύλ., Πλάτ. 2. βουκέντρα, σπηρούνι, σε Ξεν., Θεόφρ.· μεταφ., κίνητρο, διεγερτικό, σε Λουκ., Ανθ.