
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κιχάνω"
- κῐχάνω[ᾱ], παρατ. ἐκίχᾱον· οι υπόλοιπες διαθέσεις σχηματίζονται από το *κίχημι, Επικ. υποτ. κιχείω, κιχείομεν· ευκτ. κιχείην, απαρ. κιχῆναι, μτχ. κιχείς· παρατ. ἐκίχην [ῐ], βʹ ενικ. ἐκίχεις, Επικ. αʹ πληθ. κίχημεν· γʹ δυϊκ. κιχήτην· ο Αττ. ενεστ. είναι κιγχάνω [ᾰ] — Μέσ. (με Ενεργ. σημασία), κιχάνομαι, μτχ. κιχήμενος (από το *κίχημι), μέλ. κιχήσομαι· Επικ. γʹ ενικ. αορ. αʹ κιχήσατο· 1. φθάνω, συναντώ, βρίσκω, καταλήγω, εντυγχάνω, σε Όμηρ.· προφθάνω, προλαβαίνω· καταφθάνω, προσεγγίζω, στο ίδ.· σὲ δουρὶ κιχήσομαι, θα σε φθάσει, στο ίδ.· τέλος θανάτοιο κιχήμενον, θάνατος που είναι σίγουρο ότι θα συναντήσει κάποιος, αναπόφευκτος, στον ίδ. 2. σπανίως με γεν., όπως το τυγχάνω, σε Σοφ.