LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "κηρόπλαστος"
- κηρό-πλαστος, -ον, 1. πλασμένος με κερί, κέρινος, σε Ανθ. 2. = κηρόδετος, σε Αισχύλ.