Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κακος"

Βρέθηκαν 13 λήμματα [1 - 13]
κᾰκός, , -όν, κακός, Λατ. malus·
Α.
λέγεται για πρόσωπα, I. 1. αντίθ. προς το καλός, δύσμορφος, άσχημος, σε Ομήρ. Ιλ. 2. αντίθ. προς τα ἀγαθός, ἐσθλός, ο ταπεινής καταγωγής, φτωχός, ταπεινός, άθλιος, άσημος, σε Όμηρ., Σοφ. 3. άνανδρος, δειλός, πρόστυχος, χυδαίος, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ. 4. ο κακός στο είδος του, δηλ. ανάξιος, μηδαμινός, ελεεινός, κ. ἀλήτης, άθλιος επαίτης, ζητιάνος, σε Ομήρ. Οδ.· κ.ἰατρός, σε Αισχύλ.· κ. ναύτης, σε Ευρ.· πάντα κακός, κακός σε όλα τα πράγματα, σε Ομήρ. Οδ.· κακὸςγνώμην, σε Σοφ.· με απαρ., κακὸς μανθάνειν, κακός στη μάθηση, στον ίδ. 5. με ηθική έννοια, άθλιος, φαύλος, πονηρός, σε Ομήρ. Οδ., Αττ. II. λέγεται για θάνατο, ασθένεια, νόσο κ.λπ.· κακός, οδυνηρός, ολέθριος, μοιραίος, σε Όμηρ., Αττ.· λέγεται για οιωνούς, άσχημος, δυσμενής, σε Αττ.· λέγεται για λόγους, αισχρός, υβριστικός, σε Σοφ.· κ. ποιμήν, δηλ. η θύελλα, σε Αισχύλ.Β. κακόν, τό και κακά, τά· ως ουσ., δυστυχία, κακά, συμφορές, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· δυοῖν ἀποκρίνας κακοῖν, έχοντας επιλέξει το μικρότερο απ' τα δύο κακά, σε Σοφ.· κακόν τι ἔρδειν ή ῥέζειν τινά, κάνω κακό ή βλάπτω, προξενώ κακό σε κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.· κακὸνκακὰ) ποιεῖν τινα, σε Αττ.· κακὰ κακῶν = τὰ κάκιστα, σε Σοφ. 2. κακά, τά, επίσης άσχημα λόγια, ύβρεις, επικρίσεις, κατηγορίες, σε Ηρόδ., Τραγ. Γ. ΒΑΘΜΟΙ ΣΥΓΚΡΙΣΗΣ· 1. ομαλός συγκρ., κακώτερος, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.· αλλά ποτέ σε Αττ.· ανώμ. κακίων, -ον (με -ῐ), σε Όμηρ. (με ), σε Αττ. 2. υπερθ., κάκιστος, σε Όμηρ. κ.λπ.· αλλά και τα χείρων, χείριστος και τα ἥσσων, ἥκιστος, χρησιμ. επίσης ως συγκρ. και υπερθ. Δ. Επίρρ. κακῶς, Λατ. male, κακώς, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· κακῶς ποιεῖν τινα, συμπεριφέρομαι σε κάποιον άσχημα· κακῶς ποιεῖν τινά τι, προξενώ σε κάποιον βλάβη, σε Αττ.· κακῶς πράσσειν, ζω άσχημα, δυστυχώ, σε Αισχύλ.· κακῶς πάσχειν, στον ίδ.· κακῶς γίγνεταί τινι, σε Ηρόδ.· κακῶς ἐκπέφευγα, Λατ. vix denum effugi, σε Δημ.· συγκρ. κάκιον, σε Ηρόδ., Αττ.· υπερθ. κάκιστα, σε Αριστοφ. κ.λπ. Ε. ΣΤΑ ΣΥΝΘ.· όταν προστίθεται σε λέξεις που ήδη σημαίνουν κάτι κακό, επιτείνει αυτή την έννοια, όπως στο κακο-πινής· αλλά όταν προτίθεται σε λέξεις που σημαίνουν κάτι καλό, δηλώνει μικρή ποσότητα αυτού του καλού, όπως στο κακό-δοξος. Ενίοτε παρουσιάζεται απλώς ως επίθ. που συμφωνεί με το ουσ. με το οποίο συνδέεται, οπως στα Κακοΐλιος αντί κακὴ Ἴλιος, κακόνυμφας αντί κακὸς νύμφιος.
κᾰκό-σῑτος, -ον, δύσκολος ως προς την τροφή, δηλ. αυτός που δεν έχει όρεξη, δυσκολοϊκανοποίητος, σε Πλάτ.
κᾰκο-σκελής, -ές (σκέλος), αυτός που έχει άσχημα πόδια, σε Ξεν.
κᾰκο-σκηνής, -ές (σκῆνος), αυτός που έχει άσχημη σωματική δομή, άθλιο σώμα, σε Ανθ.
κάκ-οσμος, -ον (ὀσμή), αυτός που έχει κακή οσμή, άσχημη μυρωδιά, σε Αριστοφ.
κᾰκό-σπλαγχνος, -ον (σπλάγχνον), λιπόψυχος, δειλός, άνανδρος, σε Αισχύλ.
κᾰκο-σπορία, (σπόρος), κακή σπορά ή φτωχή συγκομιδή, σε Ανθ.
κᾰκο-στόμᾰχος, -ον, αυτός που έχει ασθενές στομάχι, δυσκολοϊκανοποίητος, σε Ανθ.
κᾰκοστομέω, κακολογώ, υβρίζω, προσβάλλω, τινά, σε Σοφ.
κᾰκό-στομος, -ον (στόμα), κακολόγος, σε Ευρ.
κᾰκό-στρωτος, -ον, κακοστρωμένος, δηλ. γεμάτος πτυχές ή ρωγμές, σε Αισχύλ.
κᾰκο-σύνθετος, -ον, άσχημα ενωμένος, σε Λουκ.
κᾰκό-σχολος, -ον (σχολή),· I. αυτός που ξοδεύει ανώφελα την αργία του, που δαπανά την ανάπαυλά του άσκοπα, οκνηρός, τεμπέλης, σε Ανθ. II. Ενεργ., κ. πνοαί, άνεμοι που οδηγούν τους άντρες σε οκνηρία, σε αργία, σε Αισχύλ.