Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "θέσπις"

Βρέθηκε 1 λήμμα
θέσ-πις, -ιος, , , (θεός, ἔσπον=εἶπον, πρβλ. θεσπέσιος), 1. γεμάτος θεϊκά λόγια, θεόπνευστος, φωτισμένος με θείο πνεύμα, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. 2. γενικά, θεϊκός, ουράνιος, θαυμαστός, φοβερός· θέσπις ἄελλα, σε Ομηρ. Ύμν.