Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εἴκω"

Βρέθηκαν 4 λήμματα [1 - 4]
*εἴκω, μοιάζω, φαίνομαι όμοιος με, βλ. ἔοικα.
εἴκω (√ϜΙΚ, πρβλ. Λατ. vi-to αντί vic-to) μέλ. εἴξω, αόρ. αʹ εἶξα, Ιων. γʹ ενικ. εἴξασκε· πρβλ. εἰκαθεῖν· I. 1. ενδίδω, υποχωρώ, οπισθοχωρώ, αποσύρομαι, σε Ομήρ. Ιλ. 2. με δοτ. προσ. και γεν. τόπου, μηδ' εἴκετε χάρμης Ἀργείοις, μην υποχωρείτε από τη μάχη για την υπεράσπισή τους, στο ίδ.· εἴκειν τινὶ τῆς ὁδοῦ, Λατ. concedere alicui de via, σε Ηρόδ. 3. με δοτ. προσ. μόνο, ενδίδω σε, υποχωρώ σε, είτε στη μάχη, είτε ως ένδειξη τιμής, σε Όμηρ.· έπειτα, ενδίδω σε οποιοδήποτε πάθος ή ορμή, ᾧ θυμῷ εἴξας, σε Ομήρ. Ιλ.· αἰδοῖ, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, λέγεται για περιστάσεις, πενίῃεἴκων, στο ίδ.· κακοῖς, ἀνάγκῃ, σε Αισχύλ. 4. εἴκειν τινί τι, όπου η αιτ. είναι επιρρηματική, μένος οὐδένι εἴκων, δεν υποκύπτει σε κανέναν που έχει εξουσία, σε Όμηρ.· με σύστ. αντ., εἴξαντας ἃ δεῖ, υποχωρώντας σε..., σε Σοφ. II. μτβ., παραδίδω, αφήνω, εἶξαί τέ οἱ ἥνια, βάζω στο άλογο τα ηνία, σε Ομήρ. Ιλ.· παραχωρώ, επιτρέπω, Λατ. concedere, ὁπηνίκ' ἂν θεὸς πλοῦν ἡμῖν εἴκῃ, σε Σοφ. III. απρόσ., όπως το παρείκει, αυτό επιτρέπεται ή είναι δυνατό, σε Ομήρ. Ιλ.
εἰκών, , γεν. -όνος, αιτ. -όνα κ.λπ.· ποιητ. και Ιων. τύποι (όπως αν προερχόταν από το εἰκώ), γεν. εἰκοῦς, αιτ. εἰκώ, πληθ. εἰκούς (*εἴκω, ἔοικαI. 1. ομοίωμα, εικόνα, προσωπογραφία, σε Ηρόδ., Αισχύλ. 2. είδωλο σε καθρέφτη, σε Ευρ., Πλάτ. II. φαινόμενο, φάντασμα, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.· εικόνα στο μυαλό, στον ίδ. III. ομοιότητα, similé, σε Αριστοφ., Πλάτ.
εἰκώς, μτχ. του ἔοικα· πρβλ. εἰκός, εἰκότως.