Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δορκάς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δορκάς, -άδος[ᾰ], (δέ-δορκα), είδος ελαφιού (ονομαζόμενο έτσι από τα μεγάλα και λαμπερά του μάτια)· στην Ελλάδα, ζαρκάδι, σε Ευρ., Ξεν.· στη Συρία και στην Αφρική, γαζέλα, σε Ηρόδ.· ομοίως δόρξ, δορκός, , σε Ευρ. κ.λπ.· ζορκάς, σε Ηρόδ.