Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Φ"

Βρέθηκαν 1.038 λήμματα [901 - 920]
φῠγό-ξενος, -ον, αυτός που αποφεύγει τους ξένους, αφιλόξενος, σε Πίνδ.
φῠγοπονία, , αποστροφή προς την εργασία, σε Πολύβ.
φῠγό-πονος, , αυτός που αποφεύγει τη δουλειά ή τις ταλαιπωρίες, σε Πολύβ.
φῠγο-πτόλεμος, -ον, ποιητ. αντί φυγοπόλεμος, αυτός που αποφεύγει τον πόλεμο, δειλός, σε Ομήρ. Οδ.
φυγών, μτχ. αορ. βʹ του φεύγω.
φύζα, , ορμητική δραπέτευση, σύσταση συμμορίας, σε Όμηρ.
φυζᾰκῐνός, , -όν, αυτός που τρέπεται σε φυγή γρήγορα, φυγάς, δειλός, σε Ομήρ. Ιλ.
φυζᾰλέος, , -ον, = το προηγ., σε Ανθ.
φῠή, Δωρ. φῠά, (φύωI. ανάπτυξη, ανάστημα, ιδίως σωστή ανάπτυξη, υψηλό ανάστημα, σε Όμηρ.· Νέστορι εἶδός τε μέγεθός τε φυήν τ' ἄγχιστα ἐῴκει, ήταν όμοιος με το Νέστορα και στη μορφή και στην ανάπτυξη του σώματος και στο ύψος, σε Ομήρ. Ιλ. II. ποιητ. αντί φύσις, η φυσική δύναμη κάποιου, φύση, πνεύμα, σε Πίνδ. III. το άνθος ή η ακμή της ηλικίας, στον ίδ.
φύη ή φυίη, γʹ ενικ. ευκτ. αορ. βʹ του φύω.
φυῆναι, απαρ. Παθ. αορ. βʹ του φύω.
φῡκῐόεις, -εσσα, -εν, αυτός που είναι γεμάτος φύκια, φυκώδης, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.
φῡκίον ή φύκιον, τό, I. = φῦκος I, κυρίως χρησιμ. σε πληθ., σε Πλάτ., Θεόκρ. II. = φῦκος II, κοκκινάδι, σε Λουκ.
φῡκο-γείτων, -ονος, , , αυτός που βρίσκεται κοντά στα φύκια, αυτός που κατοικεί κοντά στη θάλασσα, σε Ανθ.
φῦκος, -εος, τό, Λατ. fucus, φύκι, φύκι στην ξηρά, φυτό της θάλασσας, σε Ομήρ. Ιλ. II. το κόκκινο χρώμα που παρασκευάζεται από το φύκι, ρουζ, κοκκινάδι, Λατ. fucus, σε Αριστοφ., Θεόκρ.
φυκτός, , -όν, αρχ. τύπος του φευκτός, αυτός που μπορεί να αποφευχθεί ή να δραπετεύσει, να φύγει, σε Όμηρ.
φῡλάζω, μέλ. -άξω, χωρίζω σε φυλές, σε Πλουτ.
φῠλάκεσσι, Επικ. αντί φύλαξι, δοτ. πληθ. του φύλαξ.
φῠλᾰκή, (φυλάσσωI. 1. παρακολούθηση ή φύλαξη, παρατήρηση, φύλαγμα, φρούρηση, ιδίως τη νύχτα, φυλακῆς μνήσασθε, συνεχίστε τη φρούρηση και φύλαξη, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, φυλακὰς ἔχειν, στο ίδ.· ὅπως ἀφανὴς εἴη ἡ φυλακή, δεν υπάρχει τίποτα φανερό να φρουρήσω, σε Θουκ.· φυλακὴν φυλάττειν, συνεχίζω να φυλάσσω, σε Ξεν.· τὰς φυλακὰς ποιεῖσθαι, στον ίδ.· φυλακὰς καταστήσαθαι, τοποθετώ φρουρές, σε Αριστοφ. 2. φρουρός ή φρουρά, λέγεται για ανθρώπους, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.· ἡ τοῦ σώματος φυλακή, φύλαξη του σώματος, σε Δημ.· φρουρά ή φρούριο, σε Ηρόδ.· ἡ ἐν τῇ Ναυπάκτῳ φυλακῇ, λέγεται για μοίρα ναυτική, σε Θουκ. 3. λέγεται για τόπο, παρατηρητήριο, θέση, σταθμός, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν. 4. χρησιμοποιείται για χρόνο, μέρος της νύχτας, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ. 5. τόπος εγκλεισμού, δεσμωτήριο, φυλακή, σε Ανθ., Κ.Δ. II. 1. παρατηρητήριο, φύλαξη, τήρηση, συντήρηση, είτε για ασφάλεια είτε για περιορισμό, ἔχειν ἐν φυλακῇ τινα, κρατώ φυλακισμένο ή περιορισμένο (απασχολημένο), σε Ηρόδ.· τὸν τῆς γλώσσης χαρακτῆρα ἐν φυλακῇ ἔχειν, συντηρώ τον ίδιο χαρακτήρα της γλώσσας, στον ίδ.· ομοίως, διὰ φυλακῆς ἔχειν ή ποιεῖσθαί τι, σε Θουκ.· επίσης, φυλακὴν ἔχειν, = φυλάττεσθαι, προσέχω, αγρυπνώ, περί τινα, σε Ηρόδ.· ἦσαν ἐν φυλακῇσι, είχαν μεγάλες προφυλάξεις, στον ίδ. 2. επιτροπεία, σε Αριστ. 3. ασφάλεια, σε Ισοκρ. III. (από Μέσ.), προφύλαξη, σε Πλάτ.
φῠλᾰκικός, , -όν, διατεθειμένος να τηρεί ή να φυλάει, επιμελής, προσεκτικός, σε Πλάτ.