Αποτελέσματα για: "Τ"
Βρέθηκαν 1.551 λήμματα [101 - 120]
-
τᾰνυ-γλώχῑς, -ῑνος, ὁ, ἡ (τανύω), αυτός που έχει μακριές ακίδες, σε Ομήρ. Ιλ.
-
τᾰνύ-δρομος, -ον, αυτός που τρέχει με όλη του τη δύναμη, σε Αισχύλ.
-
τᾰνυ-έθειρα, ἡ (τανύω), αυτή που έχει μακριά μαλλιά, σε Πίνδ.
-
τᾰνυ-ήκης, -ες (τανύω, ἀκή)· I. όπως το ταναήκης, αυτός που έχει με μακριά ακίδα ή άκρη, σε Όμηρ. II. μακρύς, σε Ομήρ. Ιλ.
-
τᾰνυ-ῆλιξ, -ῐκος, ὁ, ἡ (τανύω), αυτός που έχει παρατεταμένη ηλικία, σε Ανθ.
-
τᾰνύ-θριξ, -τρῐχος, ὁ, ἡ (τανύω), αυτός που έχει μακριές τρίχες, μαλλιαρός, τριχωτός, σε Ησίοδ.
-
τάνῠμαι, Παθ. = τανύομαι, εκτείνομαι, τεντώνομαι, σε Ομήρ. Ιλ.
-
τᾰνῠ-μήκης, -ες (τανύω, μῆκος), εξαιρετικά τεντωμένος, ψηλός, τανυμῆκαι ἰτέαι, σε Ανθ.
-
τανῦν, επίρρ. αντί νῦν, τώρα, στο παρόν, βλ. νῦν I.
-
τᾰνύ-πεπλος[ῠ], -ον (τανύω), αυτός που φοράει μακρύ πέπλο, σε Όμηρ.
-
τᾰνύ-πλεκτος[ῠ], -ον (τανύω), αυτός που αποτελείται από μακριές κοτσίδες, σε Ανθ.
-
τᾰνύ-πλευρος[ῠ], -ον (τανύω, πλευρά), αυτός που έχει μακριά σε μήκος πλευρά, πελώριος, μέγιστος, σε Ανθ.
-
τᾰνύ-πους[ῠ], ὁ, ἡ, = ταναύπους, σε Σοφ.
-
τᾰνύ-πτερος, -ον, βραχύτερος τύπος του τανυσίπτερος, σε Ησίοδ., Πίνδ.
-
τᾰνυ-πτέρυξ, -ῠγος, ὁ, ἡ, = τανύπτερος, σε Ομήρ. Ιλ.
-
τᾰνύρ-ριζος, -ον (τανύω, ῥίζα), αυτός που έχει βαθιές ή επιμήκεις, εκτεταμένες ρίζες, σε Ησίοδ.
-
τᾰνῠσί-πτερος, -ον (τανύω, πτερόν), αυτός που έχει ανοιγμένα φτερά, μακριές πτέρυγες, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ., Αριστοφ.
-
τᾰνυστύς, -ύος, ἡ (τανύω), χόρδισμα, τέντωμα, σε Ομήρ. Οδ.
-
τᾰνύ-σφῠρος, -ον (τανύω, σφυρόν), αυτός που έχει λεπτά και μακριά πόδια, σε Ησίοδ.
-
τᾰνύ-φλοιος, -ον (τανύω), λέγεται για τα δέντρα, αυτός που έχει φλοιό που εκτείνεται σε μεγάλο μήκος, δηλ. ψηλός, σε Ομήρ. Ιλ.