Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Τ"

Βρέθηκαν 1.551 λήμματα [101 - 120]
τᾰνυ-γλώχῑς, -ῑνος, , (τανύω), αυτός που έχει μακριές ακίδες, σε Ομήρ. Ιλ.
τᾰνύ-δρομος, -ον, αυτός που τρέχει με όλη του τη δύναμη, σε Αισχύλ.
τᾰνυ-έθειρα, (τανύω), αυτή που έχει μακριά μαλλιά, σε Πίνδ.
τᾰνυ-ήκης, -ες (τανύω, ἀκήI. όπως το ταναήκης, αυτός που έχει με μακριά ακίδα ή άκρη, σε Όμηρ. II. μακρύς, σε Ομήρ. Ιλ.
τᾰνυ-ῆλιξ, -ῐκος, , (τανύω), αυτός που έχει παρατεταμένη ηλικία, σε Ανθ.
τᾰνύ-θριξ, -τρῐχος, , (τανύω), αυτός που έχει μακριές τρίχες, μαλλιαρός, τριχωτός, σε Ησίοδ.
τάνῠμαι, Παθ. = τανύομαι, εκτείνομαι, τεντώνομαι, σε Ομήρ. Ιλ.
τᾰνῠ-μήκης, -ες (τανύω, μῆκος), εξαιρετικά τεντωμένος, ψηλός, τανυμῆκαι ἰτέαι, σε Ανθ.
τανῦν, επίρρ. αντί νῦν, τώρα, στο παρόν, βλ. νῦν I.
τᾰνύ-πεπλος[ῠ], -ον (τανύω), αυτός που φοράει μακρύ πέπλο, σε Όμηρ.
τᾰνύ-πλεκτος[ῠ], -ον (τανύω), αυτός που αποτελείται από μακριές κοτσίδες, σε Ανθ.
τᾰνύ-πλευρος[ῠ], -ον (τανύω, πλευρά), αυτός που έχει μακριά σε μήκος πλευρά, πελώριος, μέγιστος, σε Ανθ.
τᾰνύ-πους[ῠ], , , = ταναύπους, σε Σοφ.
τᾰνύ-πτερος, -ον, βραχύτερος τύπος του τανυσίπτερος, σε Ησίοδ., Πίνδ.
τᾰνυ-πτέρυξ, -ῠγος, , , = τανύπτερος, σε Ομήρ. Ιλ.
τᾰνύρ-ριζος, -ον (τανύω, ῥίζα), αυτός που έχει βαθιές ή επιμήκεις, εκτεταμένες ρίζες, σε Ησίοδ.
τᾰνῠσί-πτερος, -ον (τανύω, πτερόν), αυτός που έχει ανοιγμένα φτερά, μακριές πτέρυγες, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ., Αριστοφ.
τᾰνυστύς, -ύος, (τανύω), χόρδισμα, τέντωμα, σε Ομήρ. Οδ.
τᾰνύ-σφῠρος, -ον (τανύω, σφυρόν), αυτός που έχει λεπτά και μακριά πόδια, σε Ησίοδ.
τᾰνύ-φλοιος, -ον (τανύω), λέγεται για τα δέντρα, αυτός που έχει φλοιό που εκτείνεται σε μεγάλο μήκος, δηλ. ψηλός, σε Ομήρ. Ιλ.