Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Σ"

Βρέθηκαν 3.064 λήμματα [681 - 700]
σκυθρός, , -όν (σκύζομαι), θυμωμένος, δύσθυμος, κατσούφης, κατηφής, σε Μένανδρ.
σκυθρωπάζω, μέλ. -σω, αόρ. αʹ ἐσκυθρώπασα, παρακ. ἐσκυθρώπακα· φαίνομαι θυμωμένος ή δύσθυμος, κατηφής, έχω λυπημένη όψη, στραβομουτσουνιάζω, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.
σκυθρ-ωπός, -όν (σκυθρός, ὤψ), I. αυτός που φαίνεται θυμωμένος, που έχει λυπημένη όψη, δύσθυμος, κατηφής, κατσούφης, σε Ευρ., Αισχύλ. κ.λπ.· τὸ σκυθρωπόν, το επόμ., σε Ευρ.· επίρρ., σκυθρωπῶς ἔχειν, σε Ξεν. II. λέγεται για πράγματα, κατηφής, λυπημένος, μελαγχολικός, σε Ευρ.
σκῠλάκαινα[ᾰ], , θηλ. του σκύλαξ, σε Ανθ.
σκῠλᾰκεία, , εκτροφή σκύλων, σε Πλούτ.
σκῠλάκευμα[ᾰ], -ατος, τό, νεογέννητος σκύλος, κουτάβι, σε Ανθ.
σκῠλᾰκεύω, μέλ. -σω (σκύλαξ),· I. ζευγαρώνω σκύλους για αναπαραγωγή, εκτρέφω σκυλιά, σε Ξεν. II. Παθ., θηλάζομαι, βυζαίνω, σε Στράβ.
σκῠλάκιον[ᾰ], τό, υποκορ. του σκύλαξ, σε Πλάτ., Ξεν.
σκῠλᾰκ-ώδης, -ες (εἶδος), αυτός που μοιάζει με νεογέννητο σκύλο· τὸ σκυλακῶδες, η φύση, ο χαρακτήρας των νεογέννητων σκυλιών, σε Ξεν.
σκύλαξ[ῠ], -ᾰκος, και (σκύλλω), 1. νεογέννητος σκύλος, κουτάβι, σκυλάκι, Λατ. catulus, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.· γενικά, σκύλος, σε Σοφ. κ.λπ. 2. = σκύμνος, σε Ευρ.
σκύλευμα[ῠ], -ατος, τό, κατά κανόνα στον πληθ., όπλα που έχουν αφαιρεθεί από σκοτωμένο εχθρό, λάφυρα, λεία, σε Ευρ., Θουκ.
σκῡλεύω, μέλ. -σω (σκῦλον1. απογυμνώνω από ή συλώ τα όπλα ενός σκοτωμένου εχθρού, σε Ησίοδ., Ηρόδ.· με αιτ. προσ. και πράγμ., Κύκνον σκυλεύσαντες ἀπ' ὤμων τεύχεα, έχοντας αφαιρέσει τα όπλα του Κύκνου από τους ώμους του, σε Ησίοδ. 2. με αιτ. πράγμ. και γεν. προσ., αφαιρώ τα όπλα από τον νεκρό εχθρό, λαφυραγωγώ, σε Ξεν.· ομοίως, ἀπὸ τῶν νεκρῶν σκυλεύω ψέλια, σε Ηρόδ.
σκῡλη-φόρος, -ον, ποιητ. αντί σκυλοφόρος, σε Ανθ.
Σκύλλᾰ και Σκύλλη, -ης, (σκύλλω), Σκύλλα, μυθικό τέρας που δάγκωνε σαν σκύλος και κατοικούσε σε μια σπηλιά στα Στενά της Σικελίας· κατασπάραζε ανυποψίαστους ναυτικούς, σε Ομήρ. Οδ.
σκύλλω, αόρ. αʹ ἔσκῡλαΠαθ., παρακ. ἔσκυλμαι· 1. ξεσχίζω, γδέρνω, κατακρεουργώ, κατασπαράζω — Παθ., σε Αισχύλ. 2. μεταφ., βάζω σε μπελά, ταλαιπωρώ, τυραννώ, ενοχλώ, Λατ. vexare, σε Κ.Δ.Παθ. ή Μέσ., μὴ σκύλλου, μην ενοχλείσαι, στο ίδ.· ἐσκυλμένοι, δυσαρεστημένοι, αναστατωμένοι, ενοχλημένοι, στο ίδ.
σκῠλοδεψέω, μέλ. -ήσω, κατεργάζομαι δέρματα, βυρσοδεψώ, σε Αριστοφ.
σκῠλο-δέψης, -ου, (δέφω, μέλ. δέψω), αυτός που κατεργάζεται δέρματα, βυρσοδέψης, σε Αριστοφ.· ομοίως, σκῠλό-δεψος, , σε Δημ.
σκῦλον, τό, κατά κανόνα στον πληθ. σκῦλα, όπλα που έχουν αφαιρεθεί από σκοτωμένο εχθρό, λάφυρα, λεία, σε Σοφ., Θουκ.· εἰς σκῦλα γράφειν, αναγράφω το όνομά μου στα όπλα που έχω λαφυραγωγήσει, σε Ευρ.· σπάνια στον ενικ., λάφυρο, λεία, πλιάτσικο, στον ίδ.
σκύλος[ῠ], -εος, τό, δέρμα ζώου, δορά, τομάρι, σε Θεόκρ., Ανθ.
σκῡλο-φόρος, -ον (φέρω), αυτός που λαμβάνει, που παίρνει λάφυρα, σε Ανθ.