Αποτελέσματα για: "Σ"
Βρέθηκαν 3.064 λήμματα [601 - 620]
-
Σκῑρῖται, οἱ, Σκιρίτες, διαίρεση του στρατού των Σπαρτιατών, αποτελούμενη από εξακόσιους πεζούς άντρες που μάχονταν στην αριστερή πτέρυγα, κοντά στον βασιλιά, και ήταν (τουλάχιστον αρχικά) περίοικοι από την αρκαδική περιφέρεια με το όνομα Σκιρῖτις, σε Θουκ., Ξεν.
-
σκίρον[ῐ], τό, λευκή ομπρέλα που φερόταν σε πομπή από την Ακρόπολη των Αθηνών, κατά τους εορτασμούς της Αθηνάς Σκιράδος (Σκιράς), (τὰ Σκίρα), σε Πλούτ.
-
σκῖρον, τό, σκληρός φλοιός τυριού, περιτρίμματα τυριού, σε Αριστοφ.
-
σκῖρος, ὁ, γύψος· οποιοδήποτε σκληρό επικάλυμμα, βλ. σκῖρον.
-
Σκῐρο-φορία, τά, βλ. Σκίρα, τά.
-
Σκῐροφοριών, -ῶνος, ὁ, Σκιροφοριών, ο δωδέκατος Αττικός μήνας, ανάμεσα στο τελευταίο ήμισυ του Ιουνίου και το πρώτο του Ιουλίου, που ονομάστηκε έτσι από την γιορτή των Σκιροφορίων (Σκιροφόρια), σε Αντιφ. κ.λπ.
-
σκιρτάω, μέλ. -ήσω (σκαίρω), αναπηδώ, πηδώ, τινάζομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.· μεταφ., λέγεται για την ορμή του ανέμου, σε Αισχύλ.
-
σκίρτημα, -ατος, τό, τίναγμα, άλμα, πήδημα, αναπήδημα, χοροπήδημα, σε Αισχύλ., Ευρ.
-
σκίρτησις, ἡ, εκτίναξη, άλμα, σε Πλούτ.
-
σκιρτητής, -οῦ, ὁ, άλτης, σε Μόσχ.
-
σκιρτο-πόδης, -ου, ὁ (σκιρτάω, πούς), αυτός που έχει ευλύγιστα πόδια για άλμα, σε Ανθ.
-
Σκίρτος, ὁ (σκιρτάω), Άλτης, όνομα Σατύρου, σε Ανθ.
-
σκιρτῶεν, γʹ πληθ. ευκτ. του σκιρτάω.
-
Σκίρων[ῑ], -ωνος, ὁ, I. βορειοδυτικός άνεμος που έπνεε από τις Σκιρωνίδες Πέτρες στον Ισθμό της Κορίνθου, σε Στράβ. II. κατά τη μυθολογία, ληστής που σύχναζε στους βράχους μεταξύ Αττικής και Μεγάρων, (φονεύθηκε από τον Θησέα), σε Ξεν.· Σκίρωνος ἀκτή, ακτή κοντά σ' αυτούς τους βράχους, σε Ευρ.· η παρακείμενη θάλασσα ήταν το Σκιρωνικὸν οἶδμα θαλάσσης του Σιμων., σε Ανθ.· οι βράχοι καθαυτοί ονομάζονταν Σκιρωνίδες πέτραι, σε Ευρ.· Σκιρωνὶς ὁδός, δρόμος που οδηγούσε από την Αθήνα στα Μέγαρα, σε Ηρόδ.
-
Σκίτᾱλοι[ῐ], οἱ, πρόσωπα που τα επικαλούνταν ως δαίμονες της αναισχυντίας, της συνουσίας, της λαγνείας, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
-
σκι-ώδης, -ες, συνηρ. από σκιο-είδης, σκοτεινός, σκιερός, σε Ευρ.
-
σκληρᾰγωγέω, μέλ. -ήσω (ἀγωγή), ανατρέφω με τραχύτητα, σε Λουκ.
-
σκληρο-καρδία, ἡ, ασπλαχνιά, σκληροκαρδία, σε Κ.Δ.
-
σκληρός, -ά, -όν (σκέλλω), I. 1. σκληρός, τραχύς, άκαμπτος, στέρεος, Λατ. durus, σε Θέογν., Αισχύλ. κ.λπ. 2. λέγεται για ήχο, τραχύς, βαρύς, βαθύς, βροντερός, Λατ. aridus, σε Ησίοδ., Ηρόδ. 3. τραχύς, άκαμπτος, αλύγιστος, Λατ. rigidus, σε Αριστοφ., Ξεν.· λέγεται για αγόρια που δείχνουν μεγαλύτερα από την ηλικία τους, τραχύς, ορμητικός, ρωμαλέος, σε Πλούτ., Λουκ. II. μεταφ., λέγεται για πράγματα, δύσκολος, στρυφνός, αυστηρός, αμείλικτος, άτεγκτος, σε Σοφ., Ευρ.· σκληρὰ μαλθακῶς λέγων, σε Σοφ. III. επίρρ., σκληρῶς καθῆσθαι, δηλ. σε σκληρό κάθισμα, σε Αριστοφ.
-
σκληρότης, -ητος, ἡ, I. σκληρότητα, τραχύτητα, σε Πλάτ. II. λέγεται για πρόσωπα, τραχύτητα, δυστροπία, στρυφνότητα, ισχυρογνωμοσύνη, αυστηρότητα, στον ίδ.