Αποτελέσματα για: "Σ"
Βρέθηκαν 3.064 λήμματα [561 - 580]
-
σκῆπτρον, τό, Δωρ. σκᾶπτον, μεταγεν. σκᾶπτρον (σκήπτω)· I. ραβδί ή μπαστούνι που πάνω του στηρίζεται αυτός που το κρατάει, μπαστούνι που υποβοηθεί το βάδισμα, βακτηρία, μαγκούρα, πατερίτσα, σε Όμηρ., Αισχύλ.· μεταφ., λέγεται για τις κόρες του Οιδίποδα, σκῆπτρα φωτός, τα υποβοηθητικά του ραβδιά ή στηρίγματά του, σε Σοφ. II. 1. ραβδί ως έμβλημα εξουσίας, σκήπτρο· στον Όμηρ. το κρατούσαν οι ηγεμόνες και μετέβαινε από πατέρα σε γιο, ενώ η τελετή παράδοσης στην Ομήρ. Ιλ. καλείται ἡ τοῦ σκήπτρου παράδοσις, σε Θουκ.· το κρατούσαν επίσης δικαστές, κήρυκες και αγορητές, οι οποίοι, όταν σηκώνονταν για να πάρουν τον λόγο, το παραλάμβαναν από τον κήρυκα, σε Όμηρ. 2. τα σκήπτρα, δηλ. βασιλεία, βασιλική ισχύς, εξουσία, σε Τραγ.
-
σκηπτροφορέω, μέλ. -ήσω, κρατώ βασιλικό σκήπτρο, βασιλεύω, δηλ. εξουσιάζω, με γεν., σε Ανθ.
-
σκηπτρο-φόρος, -ον, αυτός που κρατάει σκήπτρο, βασιλικός, σκηπτούχος, σε Ανθ.
-
σκήπτω, μέλ. -σκήψω, αόρ. ἔσκηψα — Μέσ., μέλ. σκήψομαι, αόρ. αʹ ἐσκηψάμην — Παθ., παρακ. ἔσκημμαι· I. 1. υποστηρίζω, στηρίζω, ακουμπώ κάτι απέναντι από ή πάνω σε κάτι άλλο· Παθ. και Μέσ., στηρίζομαι σε ραβδί ή μπαστούνι, σε Όμηρ.· μεταφ., στηρίζομαι, εναποθέτω τις ελπίδες μου σε κάποιον ή κάτι, σε Δημ. 2. με αιτ. πράγμ., προβάλλω προς υποστήριξη, προβάλλω ως δικαιολογία, προφασίζομαι, σε Ευρ.· στη Μέσ., προβάλλω εκ μέρους κάποιου, προκειμένου να τον υπερασπιστώ, σε Ηρόδ., Θουκ.· με απαρ., προσποιούμαι ότι, σε Αριστοφ., Δημ. II. 1. ρίχνω, εκσφενδονίζω, εκτοξεύω, σε Αισχύλ.· μεταφ., σκήπτω ἀλάστορα εἴς τινα, σε Ευρ. 2. αμτβ., πέφτω με δύναμη, βαριά, ενσκήπτω, επιπίπτω, σε Αισχύλ., Σοφ.
-
σκηρίπτομαι, Μέσ., μόνο σε ενεστ. στηρίζομαι, ακουμπώ, βασίζομαι, σε Ομήρ. Οδ.· σκηριπτόμενος χερσίν τε ποσίν τε, πιέζοντας, σπρώχνοντας με χέρια και με πόδια, στο ίδ.
-
σκῆψις, -εως, ἡ (σκήπτω), πρόφαση, πρόσχημα, δικαιολογία, προσποίηση, σε Τραγ.· με γεν., κατὰ φόνου τινὰ σκῆψιν, με την πρόφαση ότι διέπραξαν φόνο, σε Ηρόδ.· σκῆψις τοῦ μὴ ποιεῖν, το πρόσχημα, η δικαιολογία για να μην κάνει κάποιος κάτι, σε Δημ.
-
σκῐά, -ᾶς, Ιων. σκιή, -ῆς, ἡ, I. 1. σκιά, ίσκιος, σε Ομήρ. Οδ.· σκιὰἀντίστοιχος ὥς, σαν τη σκιά, που είναι αχώριστη σύντροφος του ανθρώπου, σε Ευρ. 2. ίσκιος κάποιου που έχει πεθάνει, το φάντασμά του, σε Αισχύλ.· σε παροιμίες για τη θνητή φύση του ανθρώπου, σκιᾶςὄναρ ἄνθρωπος, σε Πίνδ.· εἴδωλον σκιᾶς, σε Αισχύλ. κ.λπ. II. ίσκιος, σκιά των δέντρων κ.λπ.· πετραίη σκιή, σκιά του βράχου, σε Ησίοδ.· ἐν σκιῇ, στον ίδ.· ὑπὸ σκιῇ, σε Ηρόδ.· ὑπὸ σκιᾶς, σε Ευρ.· σκιὰν Σειρίου κυνός, σκιά από τη θερμότητά του, σε Αισχύλ.
-
σκῐᾱγρᾰφέω, μέλ. -ήσω (σκιᾱγράφος), ζωγραφίζω χρησιμοποιώντας διαβαθμίσεις, αποχρώσεις φωτός και σκιάς, ιχνογραφώ, σκιτσάρω, σχεδιάζω, Λατ. adumbrare — Παθ., τὰ ἐσκιαγραφημένα, σε Πλάτ.
-
σκῐᾱγράφημα, -ατος, τό, σχέδιο, σκίτσο, ιχνογράφημα, σε Πλάτ.
-
σκῐᾱγρᾰφία, ἡ (σκιαγράφος), σχέδιο ή ιχνογράφημα, τέτοιας μορφής ώστε να δημιουργεί εντύπωση από μακριά, σκηνική ζωγραφική, σε Πλάτ.
-
σκῐᾱ-γράφος[ᾰ], -ον (γράφω), καλλιτέχνης που ζωγραφίζει χρησιμοποιώντας διαβαθμίσεις του φωτός και της σκιάς, ιχνογράφος, ζωγράφος, σκηνογράφος.
-
σκῐάδειον[ᾰ], τό (σκιά), παραπέτασμα που προστατεύει από το φως του ήλιου, υπόστεγο, ομπρέλα, καπέλο, σε Αριστοφ.
-
σκῐάζω, Αττ. μέλ. σκιῶ, σε Σοφ.· αόρ. αʹ ἐσκίᾰσα — Παθ., αόρ. αʹ ἐσκιάσθην, παρακ. ἐσκίασμαι· (σκιά)· I. ρίχνω σκιά, σκιάζω, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. II. γενικά, επισκιάζω, καλύπτω, αποκρύπτω, σε Ησίοδ., Ηρόδ. — Παθ., σε Ευρ. III. χρησιμοποιώ την τέχνη της σκίασης στη ζωγραφική, ζωγραφίζω με διαβαθμίσεις φωτός και σκιάς, σε Λουκ.
-
σκῐᾱ-μᾰχέω, μέλ. -ήσω (μάχομαι), μάχομαι σε χώρο με σκιά, δηλ. στη σχολή (για πρακτική εξάσκηση), πολεμώ με μια σκιά, δηλ. αγωνίζομαι μάταια, σκιαμαχώ, ματαιοπονώ, σε Πλάτ.
-
Σκῐά-ποδες[ᾱ], οἱ, μυθικός λαός στην περιοχή της Λιβύης που είχαν τεράστια πόδια και που τα χρησιμοποιούσαν ως ομπρέλες όταν αναπαύονταν, για να προφυλάσσονται από τον ήλιο, σε Αριστοφ.
-
σκῐᾰρό-κομος, -ον (κόμη), αυτός που έχει σκιερό, πυκνό φύλλωμα, σε Ευρ.
-
σκῐᾰρός, -ά, -όν, βλ. σκιερός.
-
σκῐάς, -άδος, ἡ (σκιά), οτιδήποτε χρησιμεύει στο να παρέχει σκιά, παραπέτασμα, στέγαστρο, υπόστεγο, ομπρέλα, καπέλο, σε Θεόκρ., Πλούτ.
-
σκῐᾱ-τρᾰφής, -ές (τρέφω), αυτός που ανατράφηκε στη σκιά, που δηλαδή δεν είναι σκληραγωγημένος, μαλθακός, τρυφηλός.
-
σκῐᾱτρᾰφία, ἡ, το να έχει ανατραφεί κάποιος στη σκιά, μαλθακότητα, τρυφή, εκθηλυσμένος τρόπος ζωής, σε Πλούτ.