Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Σ"

Βρέθηκαν 3.064 λήμματα [521 - 540]
σκευο-θήκη, , εργαλειοθήκη, οπλοθήκη, σε Αισχίν.
σκευο-ποιέω, μέλ. -ήσω (σκευοποιός), κατασκευάζω, φτιάχνω, επινοώ, σε Πλούτ.
σκευοποίημα, τό, στον πληθ., ενδυμασία του ηθοποιού της τραγωδίας, θεατρικό κοστούμι, σε Πλούτ.
σκευο-ποιός, (ποιέω), αυτός που κατασκευάζει θεατρικές προσωπίδες καθώς και τον υπόλοιπο θεατρικό εξοπλισμό, σε Αριστοφ.
σκεῦος, -εος, τό1. δοχείο, αγγείο, εργαλείο ή σύνεργο οποιουδήποτε είδους, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· πληθ. με περιληπτική σημασία, επίπλωση, νοικοκυριό, οικιακά σκεύη, κινητή περιουσία, σε Αριστοφ.· ιδίως λέγεται για στρατιωτικά εφόδια, εξοπλισμός, στρατιωτική αποσκευή, σε Θουκ., Ξεν.· αποσκευές, εφόδια, Λατ. impedimenta, σε Αριστοφ., Ξεν.· αρματωσιά ή εφόδια πλοίων, σε Ξεν., Κ.Δ. 2. άψυχο αντικείμενο, πράγμα, σε Πλάτ. 3. μεταφ., τὸ σκεῦος, το σώμα ως σκεύος, που περιέχει την ψυχή, σε Κ.Δ.· σκεῦος ἐκλογῆς, το επιλεγμένο όργανο, λέγεται για τον Απόστολο Παύλο που επιλέχθηκε να κηρύξει το Θείο Λόγο, στο ίδ.
σκευοφορέω, μέλ. -ήσω, μεταφέρω αποσκευές, εφόδια, είμαι αχθοφόρος, σε Ξεν.Παθ., αναθέτω τη μεταφορά των αποσκευών μου, σε Πλούτ.
σκευοφορικός, , -όν, αυτός που ανήκει σε ή είναι κατάλληλος για τη μεταφορά αποσκευών, σε Ξεν.· βάρος σκευοφορικόν, τό, βάρος που προορίζεται να μεταφέρει ένα ζώο, φορτίο ζώου, στον ίδ.
σκευο-φόρος, -ον (φέρω), I. αυτός που μεταφέρει σκεύη· αἱ σκευοφόροι κάμηλοι, καμήλες που προορίζονται για τη μεταφορά αποσκευών, σε Ηρόδ.· τὰ σκευοφόρα (ενν. κτήνη), τα φορτηγά ζώα που ακολουθούν το στράτευμα, σε Θουκ. κ.λπ. II. ως ουσ., μεταφορέας αποσκευών ενός μαχητή, αχθοφόρος, σε Αριστοφ.· οἱ σκευοφόροι, οι μεταφορείς των εφοδίων του στρατεύματος, οι υπηρέτες του στρατοπέδου, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
σκευοφῠλᾰκέω, μέλ. -ήσω, φυλάσσω, επιτηρώ τις αποσκευές, σε Πλούτ.
σκευο-φύλαξ[ῠ], -ᾰκος, , φύλακας των αποσκευών, επιστάτης σκευοφυλακίου.
σκευωρέομαι, αόρ. αʹ ἐσκευωρησάμην, παρακ. ἐσκευώρημαι· αποθ. (σκευωρόςI. προσέχω ή επιθεωρώ τις αποσκευές (τὰ σκεύη)· απ' όπου, γενικά, παρατηρώ προσεκτικά ή υφαρπάζω, λαφυραγωγώ, σε Πλούτ. II. μηχανεύομαι, επινοώ, κατασκευάζω, σε Δημ.· με μια υπόνοια απάτης ή δολοπλοκίας, στον ίδ.· απόλ., ενεργώ με δόλο, σκευωρώ, ραδιουργώ, στον ίδ.
σκευώρημα, -ατος, τό, τέχνασμα, απάτη, δόλος, μηχανορραφία, σε Δημ.
σκευωρία, , I. φροντίδα, επιμέλεια των αποσκευών· απ' όπου, γενικά, μεγάλη φροντίδα, υπερβολική φροντίδα, επαγρύπνηση, σε Αριστ. II. τέχνασμα, δόλος, μηχανορραφία, απάτη, σε Δημ.
σκευ-ωρός, -όν, (ὥρα, Λατ. cura) = σκευοφύλαξ.
σκέψις, -εως, (σκέπτομαι),· I. παρατήρηση, αντίληψη μέσω των αισθήσεων, σε Πλάτ. II. 1. υπόθεση, θεωρία, ζήτημα, υπολογισμός, έρευνα, στον ίδ.· νέμειν σκέψιν, σκέφτομαι για ένα ζήτημα, στοχάζομαι, συλλογίζομαι, σε Ευρ.· ἐνθεὶς τῇ τέχνῃ σκέψιν, σε Αριστοφ.· σκέψις περί τινος ή τι, η έρευνα για κάτι, η μελέτη για ένα ζήτημα, σε Πλάτ. 2. δισταγμός, ενδιασμός, αμφιβολία, αναφέρεται στους Σκεπτικούς φιλοσόφους (βλ. σκεπτικός), σε Ανθ.
σκῆλαι, απαρ. αορ. αʹ του σκέλλω.
σκηνάω, I. το επόμ., σε Ξεν. II. 1. αποθ., σκηνάομαι, με Παθ. παρακ. και υπερσ., κατοικώ, διαμένω, διαβιώ, κατασκηνώνω, στρατοπεδεύω, σταθμεύω, σε Πλάτ.· ἐσκηνημένοι, σε σκεπασμένες άμαξες (βλ. σκηνή III), σε Αριστοφ.· ἱερά, ἐν οἷς ἐσκήνηντο, στα οποία βρήκαν άσυλο, σε Θουκ. 2. με αιτ., σκηνησάμενος καλύβην, έχτισε για τον εαυτό του ένα σπιτάκι ή μία καλύβα, στον ίδ.
σκηνέω, μέλ. -ήσω (σκηνή), βρίσκομαι εντός ή κατοικώ σε σκηνή, κατασκηνώνω, σε Ξεν.· γενικά, έχω καταλύσει ή είμαι εγκατεστημένος, σταθμεύω, ἐν οἰκίαις, σε Θουκ.· ἐν κώμαις, κατὰ κώμας, σε Θουκ.· σκηνέω εἰς τὰς κώμας, πηγαίνω στα χωριά και εγκαθίσταμαι εκεί, στον ίδ.
σκηνή, , I. 1. στεγασμένος τόπος, τέντα, αντίσκηνο, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· στον πληθ., στρατόπεδο, Λατ. castra, σε Αισχύλ., Ξεν. 2. γενικά, τόπος διαμονής, στέγη, κατοικία, σπίτι, ναός, σε Ευρ. II. 1. σκηνή ή παράπηγμα ξύλινο πάνω στο οποίο ερμήνευαν τους ρόλους τους οι ηθοποιοί, σε Πλάτ.· στο κανονικό θέατρο, η σκηνή ήταν ένας τοίχος στο πίσω μέρος αυτού που τώρα ονομάζουμε σκηνή, με πόρτες για την είσοδο και την έξοδο· η σκηνή (με τη σημασία που της αποδίδουμε σήμερα), ονομαζόταν προσκήνιον ή λογεῖον, τα πλάγια μέρη ή πτέρυγες παρασκήνια, κι ο τοίχος κάτω από τη σκηνή, αντίκρυ στην ορχήστρα, ὑποσκήνια. 2. οἱ ἀπὸ σκηνῆς, οι ηθοποιοί, οι ερμηνευτές, οι υποκριτές, σε Δημ. 3. τὸ ἐπὶ σκηνῆς μέρος, αυτό που παριστάνεται στη σκηνή, σε Αριστ.· τὰ ἀπὸ σκηνῆς (ενν. ᾄσματα), ωδές που άδονταν επί σκηνής, στον ίδ. 4. μεταφ., το σκηνικό αποτέλεσμα, το αίσθημα του πλασματικού, του μη πραγματικού, σκηνὴ πᾶς ὁ βίος, «όλη η ζωή είναι θέατρο», σε Ανθ. III. στέγαστρο που μοιάζει με σκηνή, κάλυμμα, σκέπασμα της άμαξας, σε Αισχύλ., Ξεν.· επίσης, παραπέτασμα του κρεβατιού, σε Δημ. IV.ψυχαγωγία που παρέχεται στις σκηνές, συμπόσιο, σε Ξεν.
σκήνημα, -ατος, τό (σκηνέω), = σκηνή, τόπος διαμονής, κατοικία, σε Ξεν.· στον πληθ., φωλιά, σε Αισχύλ.