Αποτελέσματα για: "Σ"
Βρέθηκαν 3.064 λήμματα [481 - 500]
-
σκᾰτο-φάγος, -ον (φᾰγεῖν), αυτός που τρώει περιττώματα ή ακαθαρσίες, σε Αριστοφ.
-
σκᾰφεύς, -έως, ὁ (σκάπτω), αυτός που σκάβει, σκαπανέας, σκαφτιάς, που διανοίγει ορύγματα ή τάφρους, σε Ευρ.
-
σκάφη[ᾰ], ἡ (σκάπτω), οτιδήποτε έχει σκαφτεί ή έχει γίνει κοίλο· 1. κάδος ή λεκάνη, κάδος που προορίζεται για το λουτρό (λουτήρας), σκάφη, σκαφίδι, γαβάθα, σε Ηρόδ. 2. ελαφρύ σκάφος, λέμβος, σχεδία, βαρκούλα, μονόξυλο, σε Αριστοφ. 3. παροιμ., τὴν σκάφην σκάφην, «λέω τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη», λέω τα πράγματα με το όνομά τους, σε Λουκ.
-
σκᾰφῆναι, απαρ. Παθ. αορ. βʹ του σκάπτω.
-
σκᾰφίδιον, τό, υποκορ. του σκαφίς I. 2., μικρή λέμβος, καραβάκι, καΐκι, σε Στράβ.
-
σκᾰφίς, -ίδος, ἡ, υποκορ. του σκάφη, στον ίδ. 1. λεκάνη, κάδος για το άρμεγμα του γάλακτος, καρδάρα, σε Ομήρ. Οδ.· δοχείο για τη φύλαξη του μελιού, σε Θεόκρ. 2. μικρό σκάφος, λέμβος, σχεδία, σε Ανθ.· φτυάρι, σε Ανθ.
-
σκάφος[ᾰ], τό (σκάπτω), σκάψιμο, σκάλισμα· σκάφος οἰνέων, εποχή κατάλληλη για σκάλισμα των αμπελιών, σε Ησίοδ.
-
σκάφος[ᾰ], -εος, τό (σκάπτω), 1. κοίλο μέρος του πλοίου, κύτος πλοίου, Λατ. alveus, σε Ηρόδ., Τραγ.· γενικά, πλοίο, σε Αισχύλ., Αριστοφ. κ.λπ. 2. = σκαφίς II, φτυάρι, σε Ανθ.
-
σκεδάννυμι, μέλ. σκεδάσω [ᾰ], Αττ. σκεδῶ· αόρ. αʹ ἐσκέδασα, Επικ. σκέδασα — Μέσ., αόρ. αʹ ἐσκεδασάμην — Παθ., μέλ. σκεδασθήσομαι, αόρ. αʹ ἐσκεδάσθην, παρακ. ἐσκέδασμαι, I. σκορπίζω, διασκορπίζω, διασπείρω, σε Όμηρ. II. Παθ., σκορπίζομαι, διασκορπίζομαι, διασπείρομαι, διαχέομαι, λέγεται για ανθρώπους, σε Ηρόδ., Θουκ.· λέγεται για τις ακτίνες του ηλίου, σε Αισχύλ.· λέγεται για λόγια ή φήμη, διαδίδομαι παντού, κοινολογούμαι, σε Ηρόδ.
-
σκέδᾰσις, ἡ, σκόρπισμα, διασπορά, διάχυση, σε Ομήρ. Οδ.
-
σκεδῶ, Αττ. μέλ. του σκεδάννυμι.
-
σκεθρός, -ά, -όν, ακριβής, σωστός, προσεκτικός· επίρρ. -ῶς, σε Αισχύλ.
-
σκελετός, -ή, -όν (σκέλλω), αποξηραμένος, ξερός, εντελώς άνυδρος, στεγνός· ως ουσ., σκελετός, ὁ, αποξηραμένο, ταριχευμένο σώμα, μούμια, σε Ανθ., Πλούτ.
-
σκελετ-ώδης, -ες (εἶδος), αυτός που μοιάζει με μούμια, σκελετωμένος, σε Λουκ.
-
σκέλλω, μέλ. σκελῶ, αόρ. αʹ ἔσκηλα, γʹ ενικ. ευκτ. σκήλειε· I. ξηραίνω, αποξηραίνω, στεγνώνω, αφυδατώνω, σε Ομήρ. Ιλ. II. Παθ., σκέλλομαι, με αμτβ. Ενεργ. παρακ. ἔσκληκα, είμαι αφυδατωμένος, απισχνασμένος, στεγνός, ξερός, μαραμένος, βλ. κατασκέλλομαι.
-
σκέλος, -εος, τό, I. το πόδι από την άρθρωση του ισχύου και κάτω, σε Ηρόδ. κ.λπ.· πρυμνὸν σκέλος, γλουτός ή φτέρνα, σε Ομήρ. Ιλ.· ως στρατιωτική έκφραση, ἐπὶ σκέλος πάλιν χωρεῖν, ἀνάγειν, υποχωρώ με το πρόσωπο στραμμένο προς τον εχθρό, υποχωρώ δηλ. με τάξη, δεν τρέπομαι σε άτακτη φυγή, Λατ. pedetentim, σε Ευρ., Αριστοφ. II. μεταφ., τὰ σκέλη, τα πόδια, τα σκέλη, δηλ. τα δύο μακρά τείχη ανάμεσα στην Αθήνα και τον Πειραιά, σε Στράβ.· τὰ μακρὰ σκέλη, σε Πλούτ.
-
σκέμμα, -ατος, τό (σκέπτομαι),· I. υπόθεση που χρήζει σκέψης, ζήτημα, θέμα, σε Πλάτ. II. σκέψη, θεωρία, υπόθεση, συλλογισμός, προβληματισμός, στον ίδ.
-
σκεπᾰ, ονομ. και αιτ. του σκέπας.
-
σκεπάζω, μέλ. -άσω (σκέπω), στεγάζω, καλύπτω, προφυλάσσω, σε Ξεν.
-
σκέπᾰνον, τό, σκέπαστρο, στέγαστρο, κάλυμμα, σε Ανθ.