Αποτελέσματα για: "Σ"
Βρέθηκαν 3.064 λήμματα [341 - 360]
-
Σικελία, ἡ, η νήσος Σικελία, σε Ηρόδ. κ.λπ.· απ' όπου Σικελίδης, Δωρ. -δας, ὁ, ο Σικελός, ο κάτοικος της Σικελίας, σε Θεόκρ. (Σῑ- χάριν μέτρου).
-
Σικελικός, -ή, -όν, αυτός που ανήκει στη Σικελία ή τους Σικελούς, σε Αριστοφ. κ.λπ.
-
Σῐκελιώτης, -ου, ὁ, Έλληνας κάτοικος της Σικελίας, που διακρίνεται από τον αυτόχθονα Σικελό(Σικελός), σε Θουκ.
-
Σῐκελός, -ή, -όν, I. Σικελός, αυτός που προέρχεται από τη Σικελία ή κατοικεί σ' αυτήν, αυτόχθων κάτοικος της Σικελίας, Λατ. Sicilus, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ. κ.λπ. II.Σικελοί, οἱ, οι Σικελοί, οι αρχαίοι κάτοικοι της Σικελίας, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
-
σίκερα, τό, οινοπνευματώδες ποτό που παρασκευάζεται μέσω ζύμωσης, σε Κ.Δ. (εβρ. λέξη).
-
σίκιννῐς[σῐ] ή σίκῑνις, -ιδος, ἡ, η Σίκιννις, χορός των Σατύρων στο σατυρικό δράμα, σε Ευρ., Λουκ. (αμφίβ. προέλ.).
-
σῐκύα, Ιων. -ύη, ἡ, I. είδος καρπού όμοιο με το αγγούρι ή την κολοκύθα, πιθ. το πεπόνι, σε Αριστ. II. γυάλινο δοχείο για την αφαίμαξη, βεντούζα (καθώς είχε το σχήμα της κολοκύθας), Λατ. cucurbita, στον ίδ.
-
σίκῠος ή σικῠός[ῐ], ὁ, αγγούρι, νεροκολοκύθα, πεπόνι, σε Αριστοφ.
-
Σῐκυών, -ῶνος, ἡ, Σικυών, πόλη της Πελοποννήσου, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης ὁ, σε Ξεν.· ως επίθ., γῆ Σικυών, σε Ανθ.· ομαλό επίθ., Σῐκῠώνιος, -α, -ον, ο κάτοικος της Σικυώνος, σε Θουκ.· επίρρ. Σῐκῠώνοθε, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από τη Σικυώνα, σε Πίνδ.
-
Σῐκυώνια (ενν. ὑποδήματα), τά, είδος γυναικείων υποδημάτων, σε Λουκ.
-
Σιληνός, ὁ, μεταγεν. τύπος του Σειληνός.
-
σίλι, τό, = κρότων ή κίκι, φυτό της τροπικής Ασίας, της Αφρικής και των παραμεσόγειων χωρών, από τους καρπούς του οποίου εξάγεται έλαιο που χρησιμοποιείται στη σαπωνοποιία, ως μέσο φωτισμού κ.λπ. Στον Ηρόδ. ονομάζεται σιλλικύπριον, τό.
-
σιλλαίνω (σίλλος), προσβάλλω, χλευάζω, εμπαίζω, περιγελώ, διασύρω, σε Λουκ.
-
σιλλικύπριον, βλ. σίλι.
-
σίλλος, ὁ, I. αλλήθωρος, σε Λουκ. II. σκωπτικό ποίημα σε εξάμετρο στίχο, όπως αυτά που έγραψε ο Τίμων ο Φλιάσιος, που αποκαλείτο ὁ σιλλο-γράφος.
-
σίλλῠβος, ὁ, ετικέτα από περγαμηνή (Λατ. index), που κρεμόταν στο εξώφυλλο του βιβλίου και ανέγραφε τον τίτλο του και το όνομα του συγγραφέα, σε Κικ. (άγν. προέλ.).
-
σίλουρος[ῐ], ὁ, μεγάλο ποταμίσιο ψάρι, Λατ. silurus, πιθ. το μερσίνι (;), σε Juven. (άγν. προέλ.).
-
σίλφη, ἡ, είδος εντόμου, σκαθαριού, «βρομούσα», Λατ. blatta, σε Λουκ.· επίσης, tinea, είδος σκώρου που κατέτρωγε τα βιβλία, στον ίδ., σε Ανθ.
-
σίλφιον, τό, Λατ. laserpitium, είδος φυτού που χρησιμοποιείτο στη μαγειρική και τη φαρμακοποιία, Λατ. assafoedita, σε Σόλωνα, Ηρόδ.
-
σιλφιο-φόρος, -ον (φέρω), αυτός που φέρει, που περιέχει, που παράγει σίλφιο, σε Στράβ.