
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "Λῆναι"
- Λῆναι, αἱ (ληνός), Βάκχες, σε Θεόκρ.
- Ληναϊκός, -ή, -όν, αυτός που προέρχεται ή ανήκει στα Λήναια, σε Ανθ.
- ληναῖος, -α, -ον (ληνός), αυτός που αναφέρεται στο πατητήρι του κρασιού· 1. επίθ. του Βάκχου, θεού του πατήματος των σταφυλιών, σε Διόδ. 2. Λήναια (ενν. ἱερά), τά, τα Λήναια, Αθηναϊκή γιορτή που διεξάγονταν κατά το μήνα Ληναιῶνα προς τιμή του Βάκχου, και κατά την οποία τελούνταν δραματικοί αγώνες, ιδίως κωμικών ποιητών, σε Αριστοφ. 3. Λήναιον, τό, τόπος στην Αθήνα όπου γιορτάζονταν τα Λήναια, στον ίδ., Πλάτ.
- Ληνᾱΐτης, -ου, ὁ, = Ληναϊκός, σε Αριστοφ.
- Ληναιών, -ῶνος, ὁ, αρχ. Ιων. όνομα του έβδομου Αττ. μήνα Γαμηλιῶνα, κατά τη διάρκεια του οποίου γιορτάζονταν τα Λήναια (βλ. Διονύσια)· αντιστοιχούσε στις τελευταίες μέρες του Ιανουαρίου και τις πρώτες του Φεβρουαρίου, σε Ησίοδ.