Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Κρόνιος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
Κρόνιος, , -ον (Κρόνος), I. 1. Κρονικός, λέγεται για τον Κρόνο, σε Αισχύλ. κ.λπ. 2. Κρόνια (ενν. ἱερά), τά, η γιορτή του Κρόνου που εορταζόταν την δωδέκατη μέρα του Εκατομβίωνα, σε Δημ.· μεταγεν., τὰ Κρόνια ήταν τα Ρωμαϊκά Saturnalia· απ' όπου, αἱ Κρονιάδες ἡμέραι, ο χρόνος που εορτάζονταν τα Saturnalia, σε Πλούτ. 3. Κρόνιον (ενν. ὄρος), τό, ο λόφος του Κρόνου, σε Πίνδ. II. όπως το Κρονικός, με υποτιμητική σημασία, Κρονίων ὄζειν, μυρίζει παλιά χρόνια, σε Αριστοφ.