Αποτελέσματα για: "Ι"
Βρέθηκαν 675 λήμματα [301 - 320]
-
ἱμερόεις[ῑ], -εσσα, -εν (ἵμερος), αυτός που εγείρει την επιθυμία ή τον πόθο, διεγερτικός, αγαπητός, ποθητός, θελκτικός, σε Όμηρ., Θεόκρ.· υπερθ. ἱμεροέστατος, σε Θέογν.
-
ἱμερο-θᾱλής, -ές (θάλλω), Δωρ. αντί -θηλής, αυτός που ανθίζει γλυκά, ἱμεροθαλὲς ἔαρ, σε Ανθ.
-
ἵμερος[ῑ], ὁ, I. 1. πόθος, επιθυμία για κάτι, Λατ. desiderium, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· γόου ἵμερον ὦρσεν, ξεσήκωσε μέσα τους επιθυμία για δάκρυα, δηλ. την επιθυμία να θρηνήσουν για να ανακουφίσουν την ψυχή τους, στο ίδ.· και με δεύτερη γεν. (αντικειμ.), πατρὸς ὑφ' ἵμερος ὦρσε γόοιο, για τον πατέρα της, σε Ομήρ. Οδ.· ἵμερον ἔχειν = ἱμείρεσθαι, σε Ηρόδ.· στον πληθ., πολλοὶ ἵμεροι, διάφορα, ποικίλα συναισθήματα, σε Αισχύλ. 2. απόλ., επιθυμία, έρωτας, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. II. ως επίθ., αλλά μόνο στο ουδ. ως επίρρ., ἵμερον αὐλεῖν, σε Ανθ.· ἵμερα μελίζεσθαι, δακρύειν, στο ίδ.
-
ἱμερό-φωνος, -ον (φωνή), αυτός που έχει φωνή ερωτική ή θελκτική, φωνή κατάλληλη για ερωτικό τραγούδι, σε Θεόκρ.
-
ἰμέρρω[ῑ], Αιολ. αντί ἱμείρω.
-
ἱμερτός[ῑ], -ή, -όν (ἱμείρω), επιθυμητός, ποθητός, εράσμιος, αγαπητός, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
-
ἴμμεναι, ποιητ. αντί ἴμεναι, ἰέναι, απαρ. του εἶμι (ibo).
-
ἱμονιά[ῐ], ἡ (ἱμάς), σχοινί για άντληση νερού από πηγάδι, για γεώτρηση, σε Αριστοφ.
-
ἱμονιο-στρόφος, ὁ (στρέφω), αυτός που αντλεί νερό, σε Αριστοφ.
-
ἵν ή εἵν, δοτ. και αιτ. της αρχ. προσωπικής αντωνυμίας ἵ.
-
ἵνα:
Α. Επίρρ.: I. λέγεται για τόπο· 1. σε εκείνο το μέρος, εκεί, μόνο στην Ομήρ. Ιλ. Κ 127. 2. α) αναφορ., όπως το ὅπου, σε όποιο μέρος, όπου, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, ἵνα τε, σε Ομήρ. Ιλ.· ἵνα περ, σε Όμηρ.· με γεν., ἵνα γῆς, σε οποιοδήποτε μέρος της γης, σε Ηρόδ.· ἔμαθεἵνα ἦν κακοῦ, σε ποια δυστυχία, στον ίδ.· οὐχ ὁρᾷς ἵν' εἶ κακοῦ, σε Σοφ. β) όπως το ὅποι, με ρήματα κίνησης, εκεί όπου, σε Ομήρ. Οδ.· ὁρᾷς ἵν' ἥκεις, σε Σοφ. II. λέγεται για περιστάσεις, όταν, στην οποία (περίσταση), σε Ομήρ. Οδ. Β. Τελικός σύνδ., όπως το ὅπως, να, για να, Λατ. ut, σε Όμηρ. I. 1. με υποτ.: α) έπειτα από αρκτικούς χρόνους σε έγκλιση οριστ., υποτ. ή και προστ., στον ίδ. κ.λπ. β) έπειτα από ιστορικούς χρόνους, σε παρομοιώσεις, όπου ο αόρ. αναφέρεται σε οποιαδήποτε περίσταση, σε Ομήρ. Οδ. γ) έπειτα από ευχετική ευκτ. και ἄν, ἔδωκε μένος, ἵνα γένοιτο, του έδωσε δύναμη, για να μπορεί να γίνει, σε Ομήρ. Ιλ. 2. με ευχετική ευκτ., έπειτα από ιστορικούς χρόνους, σε Όμηρ. κ.λπ. 3. με παρελθοντικούς (ιστορικούς) χρόνους σε έγκλιση οριστ., όταν προηγείται οριστ. με ἄν, για να εκφράσει συνέπεια που δεν επακολούθησε ή δεν μπορούσε να επακολουθήσει, ἵν' ἦν τυφλός, σε κάθε περίπτωση πρέπει να είναι τυφλός, σε Σοφ. κ.λπ. 4. ἵνα μή, σαν αρνητικό του ἵνα, για να μην, Λατ. ut ne ή ne, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ. II. ελλειπτικές χρήσεις: 1. εκεί όπου δηλώνεται μόνο ο σκοπός του λεγομένου, Ζεύς ἐσθ', ἵν' εἰδῇς, είναι ο Δίας (σου το λέω), για να το γνωρίζεις, σε Σοφ.· ομοίως, ἵνα συντέμω, σε Δημ. 2. όπως το ὅπως, με παραινετική σημασία, όταν εννοείται το ὅρα ή βλέπε, ἵνα ἐλθὼν ἐπιθῇς τὰς χεῖρας αὐτῇ, βεβαιώσου ότι έρχεσαι και εναποθέτεις τα χέρια σου πάνω της, σε Κ.Δ. 3. ἵνα τί (ενν. γένηται), για ποιον σκοπό; γιατί;, σε Αριστοφ., Πλάτ.
-
ἰνδάλλομαι, αποθ., σπανίως χρησιμ., συνήθως σε ενεστ. και παρατ. (από εἴδομαι, εἶδος, Λατ. videor)· 1. εμφανίζομαι ως..., μοιάζω με..., ἀθάνατος ἰνδάλλεται εἰσοράασθαι, μοιάζει με τους αθανάτους στην όψη, σε Ομήρ. Οδ.· ἰνδάλλετο δέ σφισι μεγαθύμου Πηλεΐωνος, τους φάνηκε σαν το γιο του Πηλέα, σε Ομήρ. Ιλ. 2. εμφανίζομαι, νομίζομαι, φαίνομαι, στο ίδ.· ὥς μοι ἰνδάλλεται ἦτορ, όπως φαίνεται στη μνήμη μου, όπως θυμάμαι, σε Ομήρ. Οδ.· ἰνδάλλεται ὁμοιότατος κλητῆρος, φαίνεται όμοιος με κλητήρα, σε Αριστοφ.
-
ἴνδαλμα, -ατος, τό, μορφή, εικόνα, ομοίωμα, Λατ. species, σε Ανθ., Λουκ.
-
Ἰνδικός, -ή, -όν (Ἰνδός), Ινδικός, σε Ηρόδ. κ.λπ.
-
Ἰνδ-ολέτης, -ου, ὁ (ὀλέσαι), αυτός που σκοτώνει, που καταστρέφει τους Ινδούς, επίθ. του Βάκχου, σε Ανθ.
-
Ἰνδός, ὁ, I. 1. Ινδός, αυτός που κατάγεται από την Ινδία, σε Ηρόδ. κ.λπ. 2. ο ποταμός Ινδός, στον ίδ. II. ως επίθ. = Ἰνδικός, σε Ανθ.
-
ἰνίον[ῑν-], τό (ἴς), το πίσω μέρος του κεφαλιού που συνδέεται με τον αυχένα, σε Ομήρ. Ιλ.
-
ἶνις, ὁ, γιος, σε Αισχύλ., Ευρ.· ἶνις, ἡ, κόρη, σε Ευρ.
-
Ἰνώ[ῑ], -όος, συνηρ. -οῦς, ἡ, Ινώ, κόρη του Κάδμου, που λατρευόταν σαν θεότητα της θάλασσας με το όνομα Λευκοθέα, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.
-
ἰν-ώδης[ῑ], -ες (εἶδος), γεμάτος από ίνες, ινώδης, λέγεται για μέρη του σώματος των ζώων, σε Ξεν.