Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Η"

Βρέθηκαν 594 λήμματα [161 - 180]
ᾔκαζον, παρατ. του εἰκάζω· ᾔκᾰσα, αόρ. αʹ.
ἤκαχον, Επικ. αόρ. βʹ του ἀχέω II.
ἠκέσατο, γʹ ενικ. αορ. αʹ του ἀκέομαι.
ἤ-κεστος, , -ον (Επικ. αντί ἄ-κεστος), μη κεντημένος από βούκεντρο, ακέντητος, λέγεται για νεαρά δαμάλια που προορίζονται για θυσία, σε Ομήρ. Ιλ.
ἠκηκόειν, υπερσ. του ἀκούω.
ἤκιστος, , -ον, υπερθ. επίθ. από το επίρρ. ἦκα· ἤκιστος ἐλαυνέμεν, ο πιο ήρεμος ή ο πιο αργός στην οδήγηση άρματος, σε Ομήρ. Ιλ.
ἥκιστος, , -ον, 1. υπερθ. του συγκρ. ἥσσων, ο εν χρήσει θετικός βαθμός είναι το μικρός, ελάχιστος· ως επίρρ., ἥκιστα, ελάχιστα, σε Σοφ. κ.λπ.· οὐχ ἥκιστα, ἀλλὰ μάλιστα, σε Ηρόδ.· ὡς ἥκιστα, όσο το δυνατόν λιγότερο, ελάχιστα, σε Θουκ. 2. συχνά ως απόκριση σε ερώτηση, καθόλου, ουδόλως, Λατ. minime, σε Σοφ. κ.λπ.· ἥκιστά γε, minime vero, στον ίδ.
ἦκου, Ιων. και Δωρ. αντί ἦ-που.
ἤκουσα, αόρ. αʹ του ἀκούω· ἤκουσμαι, Παθ. παρακ.
ἥκω, παρατ. ἧκον, μέλ. ἥξω, Δωρ. ἡξῶ, I. 1. έχω έρθει, είμαι παρών, βρίσκομαι εδώ, Λατ. adesse, κυρίως με σημασία παρακ., με τον παρατ. ἧκον με σημασία υπερσ., είχα έρθει, και με το μέλ. ἥξωμε σημασία συντελεσμ. μέλ., θα έχω έρθει· αντώνυμο το οἴχομαι, έχω φύγει, ενώ το ἔρχομαι, έρχομαι ή φεύγω, χρησιμεύει ως ενεστ. και για τα δύο, σε Όμηρ. κ.λπ.· επιστρέφω, σε Ξεν. 2. έχω καταλήξει, έχω φτάσει σ' ένα σημείο· ἐς τοσήνδ' ὕβριν, σε Σοφ.· ἐς τοσοῦτον ἀμαθίας, σε Πλάτ. 3. δι' ὀργῆς ἥκειν, είμαι οργισμένος, σε Σοφ.· πρβλ. διά
Α. IV. 4. όπως το ἔχω Β. II, εὖ ἥκειν τινός, έχω την επάρκεια κάποιου πράγματος, έχω περίσσεια αυτού, όπως· εὖ ἥκειν τοῦ βίου, σε Ηρόδ.· καλῶς αὐτοῖς ἧκον βίου, καθώς έφτασαν σε προχωρημένη (και καλή για θάνατο) ηλικία, σε Ευρ.· ὧδε γένους ἥκειν τινί, βρίσκομαι σε τέτοιο βαθμό συγγενείας με κάποιον, στον ίδ.· επίσης, εὖ ἥκειν, απόλ., είμαι καλά, ακμάζω, σε Ηρόδ.· σὺ δὲ δυνάμιος ἥκεις μεγάλως, εσύ βρίσκεσαι σε μεγάλη δύναμη, είσαι ακμαίος, στον ίδ. II. 1. λέγεται για πράγματα (π.χ., για φαγητά), έχω μεταφερθεί, έχω κουβαληθεί, στον ίδ. κ.λπ.· ἵν' ἥκει τὰ μαντεύματα, σε ποιο σημείο έχουν φτάσει, σε Σοφ. 2. αναφέρομαι, ανήκω, συσχετίζομαι· εἰς ἔμ' ἥκει τὰ πράγματα, σε Αριστοφ. 3. εξαρτώμαι από κάτι, ἐπί τι, σε Δημ.
ἠλάθην[ᾰ], Παθ. αόρ. αʹ του ἐλαύνω.
ἠλαίνω, Επικ. αντί ἀλαίνω, περιπλανώμαι, ξεστρατίζω, σε Θεόκρ.
ἠλάκᾰτα, τά, μόνο στον πληθ., το μαλλί της «ρόκας», το μαλλί γύρω από την ηλακάτη, σε Ομήρ. Οδ.
ἠλᾰκάτη[κᾰ], , Δωρ. ἠλακάτᾱ ή ἀλακάτᾱ, η ρόκα, Λατ. colus· πάνω στη ρόκα τοποθετούνταν και τυλιγόταν το μαλλί, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἡ ἠλακάτη τοῦ ἀτράκτου, το ανώτατο μέρος του ιστού, το οποίο ήταν φτιαγμένο με τέτοιον τρόπο ώστε να περιστρέφεται, σε Πλάτ. (αμφίβ. προέλ.).
ἡλάμην, αόρ. αʹ του ἅλλομαι.
ἤλᾰσα, -άμην, Ενεργ. και Μέσ. αόρ. αʹ του ἐλαύνω· ἠλάσθην, Παθ. αόρ.
ἠλασκάζω, εκτεταμένος τύπος του ἠλάσκω, σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ., φεύγω από..., αποφεύγω, τρέπομαι σε φυγή· ἐμὸν μένος ἠλασκάζει, αποφεύγει την οργή μου, σε Ομήρ. Οδ.
ἠλάσκω (ἀλάομαι), περιφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανώμαι, σε Ομήρ. Ιλ.
ἠλᾶτο, γʹ ενικ. παρατ. του ἀλάομαι.
ἤλδᾰνε, γʹ ενικ. αορ. βʹ του ἀλδαίνω.