Αποτελέσματα για: "Ε"
Βρέθηκαν 6.223 λήμματα [6121 - 6140]
-
ἔφῠγον, αόρ. βʹ του φεύγω.
-
ἐφυδριάς, -άδος, ἡ, αυτή που ζει στο νερό, Νύμφη, σε Ανθ.
-
ἔφ-υδρος, Ιων. ἔπ-, -ον (ὕδωρ),· 1. υγρός, νοτερός, βροχερός, λέγεται για τον δυτικό άνεμο, σε Ομήρ. Οδ. 2. ο καλά αρδευόμενος, σε Ηρόδ.
-
ἐφ-υμνέω, μέλ. -ήσω, I. τραγουδώ ή ψάλλω, υμνώ για κάποιον σκοπό, τί τινι, σε Αισχύλ., Σοφ. II. τραγουδώ θρηνητικό άσμα, σε Σοφ. III. εξυμνώ, με αιτ., στον ίδ.
-
ἐφ-ύπερθε[ῠ], πριν από φωνήεν -θεν, επίρρ., πάνω από, ψηλά, στην κορυφή, υπεράνω, σε Όμηρ.· από ψηλά, από πάνω, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν., σε Θεόκρ.
-
ἐφ-υπνόω, κοιμάμαι στο μεσοδιάστημα, σε Αίσωπ.
-
Ἐφύρα[ῠ], Ιων. -ρη, ἡ, Εφύρα, αρχ. όνομα της Κορίνθου, σε Ομήρ. Ιλ.
-
ἐφύση[ῡ], Δωρ. αντί ἐφύσα, γʹ ενικ. παρατ. του φυσάω.
-
ἐφ-υστερίζω, μέλ. -σω, έρχομαι πολύ αργά, μένω πίσω, τὰ ἐφυστερίζοντα = αἱ ὑστεροῦσαι πόλεις, σε Θουκ.
-
ἐφύω, βρέχω, μτχ. Παθ. παρακ., ἐφυσμένος, βρεγμένος, εκτεθειμένος στην βροχή, σε Ξεν.
-
ἐφ-ώριος, -ον (ὥρα), ώριμος, σε Ανθ.
-
ἔχᾰδον, αόρ. βʹ του χανδάνω.
-
ἐχάρην[ᾰ], Παθ. αόρ. βʹ του χαίρω.
-
ἔχεα, αόρ. αʹ του χέω.
-
ἐχ-έγγυος, -ον (ἐγγύη),· I. αυτός που έχει δώσει ή είναι ικανός να δώσει εγγύηση, αξιόπιστος, φερέγγυος, ασφαλής, σε Ευρ.· ζημία ἐχ., ποινή πάνω στην οποία κάποιος μπορεί να βασιστεί (για την πρόληψη εγκλήματος), σε Θουκ.· τὸ ἐχέγγυον, εγγύηση, ασφάλεια, σε Ηρόδ.· με απαρ., αυτός που είναι επαρκώς, ικανοποιητικά ισχυρός, δυνατός για να κάνει κάτι, σε Πλούτ. II. Παθ., αυτός που έχει λάβει ενέχυρο, εχέγγυο, ασφάλεια, σε Ηρόδ.· ο ασφαλισμένος στην περίπτωση κινδύνου, σε Σοφ.
-
ἐχέ-θῡμος, -ον, αυτός που είναι κύριος των παθών του, εγκρατής, αυτός που κυριαρχεί στα συναισθήματά του, σε Ομήρ. Οδ.
-
ἔχεισθα, ποιητ. βʹ ενικ. του ἔχω.
-
ἐχεμῡθέω, μέλ. -ήσω, φυλάσσω μυστικό, σε Λουκ.
-
ἐχεμῡθία, ἡ, τήρηση μυστικού, μυστικότητα, σε Πλούτ.
-
ἐχέ-μῡθος, -ον, αυτός που περιορίζει τα λόγια του, λιγόλογος, λιγομίλητος, επιφυλακτικός, σιωπηλός.