Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Αα"

Βρέθηκαν 10 λήμματα [1 - 10]
Αα, ἄλφα, τό, άκλιτο, το πρώτο γράμμα του ελλ. αλφαβ.· ως αριθμητικό, αʹ = εἷς και πρῶτος, αλλά ͵α = 1.000. I. Μεταβολές του ᾰ: 1. Αιολ. αντί ε, ἄλλοτα αντί ἄλλοτε· αντί ο, εἴκατι αντί εἴκοσι· αντιστρόφως, συνήθως βρίσκεται ο αντί , βλ. ο. 2. α) Δωρ., αντί ε, ἄλλοκα αντί -τε· β) στο κύριο σώμα των λέξεων, ἱαρός αντί ἱερός. 3. α) Ιων. αντί ε, μέγαθος αντί μέγεθος· αντιστρόφως, ε αντί , βλ. ε. β) το μετατρέπεται σε η στους αριθμητικούς τύπους, διπλήσιος, πολλαπλήσιος αντί διπλάσιος, πολλαπλάσιος. γ) σε ορισμένες λέξεις το αντικαθιστά το η, όπως μεσαμβρίη αντί μεσημβρία, ἀμφισ-βᾰτέω αντί ἀμφισ-βητέω. δ) αντί ο, όπως ἀρρωδέω αντί ὀρρωδέω. II. Μεταβολές του ᾱ: 1. α) το η της Ιων. μετατρέπεται σε στην Αιολ. και Δωρ. στην αʹ κλίση, όπως πύλα, Ἀτρείδας αντί πύλη, Ἀτρείδης. Επίσης, όταν το α είναι το φωνήεν της ρίζας, όπως θνᾴσκω αντί θνῄσκω (√ΘΑΝ). Όμως το η αντί ε ή ει διατηρείται συνήθως στην Αιολ. και Δωρ., όπως στο ἠρχόμαν (ἔρχομαι), αλλά ἀρχόμαν (ἄρχομαι). β) αντιστρόφως, στη Δωρ. τα -αε και -αει στις κλιτικές καταλήξεις των ρημάτων σε -άω συναιρούνται σε η κι όχι σε -ᾱ, όπως ἐνίκη αντί -ᾱ· ὁρῇς αντί -ᾷς. Παρομοίως σε περιπτώσεις κράσης, τἠμά αντί τὰ ἐμά, κἠγών αντί καὶ ἐγών γ) στη Δωρ. τα αο και άω συναιρούνται όχι σε ω αλλά σε , βλ. Ω ω. 2. στην Ιων., το η αντί είναι χαρακτηριστικό, όπως στην αʹ κλίση: σοφίη, -ην, Ἀρισταγόρης, -ην· εάν η ονομ. τελειώνει σε , η μετατροπή συμβαίνει μόνο στη γεν. και δοτ.: ἀλήθειᾰ, -ης, -ῃ, -αν.
ἃἅ ή ἇἇ, λέγεται για να εκφράσει γέλιο ή αστείο, χα! χα!, σε Ευρ., Αριστοφ.
ἀ-άᾱτος, -ον, στην Ομήρ. Ιλ. με μακρόχρονη παραλήγουσα, I. (α στερητικό, ἀάω) απαραβίαστος, απαράβατος, άτρωτος· νῦν μοι ὄμοσσον ἀάᾱτον Στυγὸς ὕδωρ, επειδή οι θεοί έδιναν τους πιο ιερούς τους όρκους στο νερό της Στύγας. II. ἀάᾰτος, -ον, στην Ομήρ. Οδ. με βραχεία παραλήγουσα, (α αθροιστικό, ἀάω), επιβλαβής, επικίνδυνος· ἄεθλος ἀάᾰτος.
ἀ-ᾱγής, -ές (ἄγνυμι), αδιάσπαστος, αρραγής, σκληρός, δυνατός, άθραυστος, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.
ἄ-απτος, -ον (ἅπτομαι), ανέγγιχτος, ακατάσχετος, αήττητος, χεῖρες ἄαπτοι, σε Όμηρ., Ησίοδ.
ἄᾰσα, συνηρ. ἆσα, αόρ. αʹ του ἀάωΜέσ., ἀᾰσάμην, ἀσάμηνΠαθ., ἀάσθην.
ἀάσπετος, ἀάσχετος, βλ. ἄσπετος, ἄσχετος.
ἄᾰται, I. Επικ. Μέσ. από το ἄω. II. ἀᾶται, από το ἀάω.
ἄ-ᾰτος, συνηρ. ἆτος, -ον (ἄω), ακόρεστος, με γεν.· Ἄρης ἆτος πολέμοιο, σε Ομήρ. Ιλ.
ἀάω (√ΑϜ, πρβλ. ἄτη, αὐ-άτα), χρησιμοποιείται από τον Όμηρ. στον Ενεργ. αόρ. αʹ ἄᾰσα, συνηρ. ἆσα, Μέσ. ἀᾰσάμην, συνηρ. ἀσάμην, Παθ., ἀάσθην· ενεστ. μόνο στο γʹ ενικ. της Μέσ. ἀᾶται· I. κυρίως, βλάπτω, φθείρω, καταστρέφω· έπειτα, παροδηγώ, παραπλανώ, λέγεται για τις παρενέργειες του κρασιού, του ύπνου, των θεϊκών χρησμοδοτήσεων, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως στη Μέσ., Ἄτη ἣ πάντας ἀᾶται, σε Ομήρ. Ιλ. II. Μέσ. και Παθ. αόρ. αʹ με αμτβ. σημασία· ενεργώ αλόγιστα ή αψήφιστα· ἀασάμην = αποχαυνώθηκα, αποβλακώθηκα, πλανήθηκα, σε Ομήρ. Ιλ.· μέγ'ἀάσθη, στο ίδ. (Οι ποσότητες των φωνηέντων ποικίλλουν· ᾱᾰσεν, ᾱᾱσαν, μτχ. ᾰᾰσας· ᾱᾰσᾰμην, ᾰᾱσᾰτο· ᾰασθην, ᾱασθη).