LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἔχις"
- ἔχῐς, -εως, ὁ, γεν. πληθ. ἐχέων, οχιά, έχιδνα, σε Πλάτ.· μεταφ., συκοφάντης καὶ ἔχις τὴν φύσιν, σε Δημ.

