
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἐφέπω"
-
ἐφ-έπω· παρατ. Επικ. ἔφεπον, Ιων. ἐφέπεσκον· μέλ. ἐφέψω, αόρ. βʹ ἐπέσπον, απαρ. ἐπισπεῖν, μτχ. ἐπισπών·
Α. 1. ακολουθώ, έπομαι, καταδιώκω, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ. II. οδηγώ, καθοδηγώ, (ἵππους) ἐφέπων μάστιγι, στο ίδ.· και με δοτ. προσ., Πατρόκλῳ ἔφεπε ἵππους, τους οδήγησε, τους κατηύθυνε εναντίον του, στο ίδ. III. 1. επιδιώκω, ενασχολούμαι με κάτι, με αιτ., σε Όμηρ.· ἐφ. Θήβας, διοικώ, κυβερνώ, σε Αισχύλ. 2. με αιτ. τόπου, ψάχνω, ερευνώ, αναζητώ, διέρχομαι, Λατ. obire, σε Όμηρ., Ησίοδ. IV.έρχομαι ξαφνικά, επέρχομαι, επιφέρω, προκαλώ, πότμον ἐπισπεῖν, σε Όμηρ.· ὀλέθριον ἦμαρ ἐπ., σε Ομήρ. Ιλ. Β. I. Μέσ., ἐφέπομαι, παρατ. -ειπόμην, μέλ. -έψομαι, αόρ. βʹ -εσπόμην, προστ. ἐπί-σπου, απαρ. ἐπι-σπέσθαι· I. ακολουθώ, διώκω, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ. II. 1. ακολουθώ, συνοδεύω, παρακολουθώ, παρευρίσκομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· ἐπισπέσθαι ποσίν, ακολουθώ πεζός, δηλ. συμβαδίζω, συμπορεύομαι με, σε Ηρόδ.· εἴ οἱ τύχη ἐπίσποιτο, αν η τύχη τον ακολούθησε, στον ίδ.· απόλ., σε Θουκ. 2. υπακούω, δίνω προσοχή, θεοῦ ὀμφῇ, σε Ομήρ. Οδ.· ἐπισπόμενοι μένεϊ σφῶ, ενδίδοντας στο πάθος τους, στο ίδ.· βουλῇ ἐπισπέσθαι πατρός, σε Αισχύλ. κ.λπ.· απόλ., ὁ ἐπισπόμενος, αντίθ. προς το ὁ πείσας, σε Θουκ.· επίσης, συμφωνώ, εγκρίνω, επιδοκιμάζω, ἐπὶ δ' ἕσπωνται θεοὶ ἄλλοι, σε Ομήρ. Οδ. 3. ακολουθώ λογικό συλλογισμό, σε Πλάτ.