Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐπιστέφω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐπι-στέφω, μέλ. -ψω, I. περιβάλλω με στεφάνι ή όπως με στεφάνι· μεταφ., στη Μέσ., κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῖο, τα γέμισαν μέχρι το χείλος, τα ξεχείλισαν με κρασί, σε Όμηρ. II. χοὰς ἐπιστέφειν, επιχέω χοές προς τιμή του νεκρού, σε Σοφ.