Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀφόρμικτος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀ-φόρμικτος, -ον (φορμίζω), αυτός που δεν έχει φόρμιγγα, που δεν έχει λύρα, σε Αισχύλ.