
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀναβολή"
- ἀναβολή, ποιητ. ἀμβολή, ἡ (ἀναβάλλω)· I. λέγεται για πράγματα, 1. αυτό που ρίχνεται, που επιχέεται, σωρός χώματος, σε Ξεν. 2. αυτό που ρίχνεται στους ώμους, μανδύας, χιτώνας, σε Πλάτ.· ο τρόπος που τον φορούν, σε Λουκ.· πρβλ. ἀναβάλλω Β III. II. ως ενέργεια: 1. πρελούδιο, προοίμιο της λύρας, σε Πίνδ.· διθυραμβική ωδή, σε Αριστοφ.· βλ. ἀναβάλλω Β I. 2. καθυστέρηση, αναβολή, σε Ηρόδ., Θουκ.· οὐκ ἐς ἀμβολάς, χωρίς καθυστέρηση, σε Ευρ.· βλ. ἀναβάλλω Β II. 3. αμτβ., ανέγερση, φούσκωμα, σε Αριστ.