LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀλύω"
- ἀλύω ή ἁλύω , Αιολ. ἀλυίω (συγγενές προς το ἀλάομαι), I. περιπλανιέμαι νοητικά· 1. από λύπη, είμαι ανήσυχος, ταραγμένος, σε Ομήρ. Ιλ.· βρίσκομαι εκτός εαυτού, σε Όμηρ., Σοφ. 2. από απορία, βρίσκομαι σε αδιέξοδο, δεν ξέρω τι να κάνω, ἀλύει δ' ἐπὶ παντί, στον ίδ.· ἀλ. λύπᾳ, ἐν πόνοις, στον ίδ. 3. από χαρά ή ενθουσιασμό, αγαλλίαση, βρίσκομαι εκτός εαυτού, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ. II. περιφέρομαι ή περιπλανιέμαι τριγύρω, σε Λουκ., Βάβρ. (το ῠ στον Όμηρ., το ῡ άπαξ στην Οδ. και στους Τραγ.).

