
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀέναος"
- ἀέ-νᾰος[ᾱ-], -ον (νάω Α), επίσης ἀεί-ναος, συνηρ. ἀείνως (το ἀέναος είναι παρεφθ. τύπος): 1. αυτός που ρέει διαρκώς, σε Ησίοδ., Ηρόδ., Τραγ. 2. γενικά, αιώνιος· ἀρετᾶς..κόσμον ἀέναόν τε κλέος, σε Σιμων.· απαντά επίσης στους Αττ. πεζογράφους, σε Ξεν., Πλάτ.