LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "χειμέριος"
- χειμέριος, -α, -ον και -ος, -ον (χεῖμα)· 1. χειμερινός, θυελλώδης, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ., Σοφ.· ὥρῃ χειμερίη, η εποχή του χειμώνα ή των καταιγίδων, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.· ἦμαρ χειμέριον, σε Ομήρ. Ιλ.· οἱ χειμεριώτατοι μῆνες, οι πιο χειμερινοί, οι πιο θυελλώδεις μήνες, σε Ηρόδ.· χειμερία νύξ, θυελλώδης νύχτα (την ώρα του καλοκαιριού), σε Θουκ.· ἀκτὰ χειμερία κυματοπλήξ, ακτή που πλήττεται από θυελλώδη κύματα, σε Σοφ. 2. μεταφ., χειμερία λύπη, υπερβολική λύπη, σε Σοφ.· χειμέριος, γενικά σημαίνει χειμερινός, θυελλώδης, χειμερινός, αυτός που ανήκει στην εποχή του χειμώνα.

