LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "φίλος"
- φίλος, -η, -ον (ῐ· αλλά κλητ. φίλε με ῑ, σε Όμηρ.)· I. 1. Παθ., αγαπημένος, αξιαγάπητος, αγαπητός, Λατ. amicus, carus, σε Όμηρ. κ.λπ.· με δοτ., αγαπητός σε κάποιον, στον ίδ.· κλητ., φίλε μπορεί να χρησιμοποιηθεί με ουδ. -ον, φίλε τέκνον, σε Ομήρ. Οδ.· η γεν. πολλές φορές ακολουθεί την κλητ., φίλ' ἀνδρῶν, σε Θεόκρ.· ὦ φίλα γυναικῶν, σε Ευρ.· συχνά ως ουσ., φίλος, ὁ, φίλος, σε Όμηρ.· παροιμ., ἔστιν ὁ φίλος ἄλλος αὐτός, ο φίλος είναι ο άλλος εαυτός, σε Αριστ.· κοινὰτὰ τῶν φίλων, σε Πλάτ.· ομοίως στο θηλ. φίλη, ἡ, αγαπητή, φίλη, Λατ. amica, σε Όμηρ., Αττ.· φίλον, τό, αντικείμενο αγάπης, σε Σοφ.· τὰ φίλτατα, τα πιο κοντινά και τα πιο αγαπημένα σε κάποιον, όπως είναι η σύζυγος και τα παιδιά, σε Τραγ. 2. λέγεται για πράγματα, αγαπητός, ευχάριστος, ευπρόσδεκτος, σε Όμηρ.· ως κατηγορ., φίλον ἐστί ή γίγνεταί μοι, είναι αγαπητό σε μένα, με ευχαριστεί, Λατ. cordi est, στον ίδ., Ηρόδ. κ.λπ.· εἰ τόδ' αὐτῷ φίλον κεκλημένῳ, εάν τον ευχαριστεί να αποκαλείται με αυτόν τον τρόπο, σε Αισχύλ. 3. στους Ποιητές, το φίλος χρησιμοποιείται για την ίδια την ζωή κάποιου, φίλον δ' ἐξαίνυτο θυμόν, έδιωξε μακριά ευχάριστη ζωή, σε Ομήρ. Ιλ.· φίλον ἦτορ, φίλα γούνατα, πατὴρ φίλος, φίλη ἄλοχος, σε Όμηρ.· φίλην ἄγεσθαι, παίρνω τη γυναίκα κάποιου, σε Ομήρ. Ιλ. II. με Ενεργ. σημασία, όπως φίλιος, αγαπητός, φιλικός, σε Όμηρ.· με γεν., φίλαν ξένων ἄρουραν, φιλικός στους ξένους, σε Πίνδ.· φίλα φρονέειν τινί, νιώθω φιλικά, σε Ομήρ. Ιλ.· φιλία ποιεῖσθαί τινι, κάνω φιλία με κάποιον, σε Ηρόδ. III. επίρρ. φίλως, φίλως χ' ὁρόῳτε, βλέπετε αυτό με ευχαρίστηση, σε Ομήρ. Ιλ.· φίλωςἐμοί, με έναν τρόπο αγαπητό ή ευχάριστο σε μένα, σε Αισχύλ.· φίλως δέχεσθαί τινα, σε Ξεν. IV. φίλος, έχει αρκετούς τύπους παραθετικών· 1. συγκρ. φιλίων [ῐ], -ον, σε Ομήρ. Οδ. 2. Συγκρ. φίλτερος, υπερθ. φιλαίτατος, σε Ξεν., Θεόκρ. 4. σε Αττ. μᾶλλον φίλος, σε Αισχύλ. κ.λπ.· υπερθ. μάλιστα φίλος, σε Ξεν.

