Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σκεπτικός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σκεπτικός, , -όν (σκέψις), σκεπτόμενος, στοχαστικός· οἱ σκεπτικοί, οι Σκεπτικοί φιλόσοφοι, οι οποίοι δεν είχαν καμία βεβαιότητα, αλλά διατύπωναν μόνον απόψεις, Λατ. opinatores, σε Κικ., Λουκ.