Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σηρικός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σηρῐκός, , -όν (Σήρ), σηρικός (ο προερχόμενος από τους Σήρες), δηλ. ο μεταξωτός, σε Λουκ.· ως ουσ. σηρικόν ή σιρικόν, τό, μεταξωτό ένδυμα, μετάξι, σε Κ.Δ.