
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σίλι"
- σίλι, τό, = κρότων ή κίκι, φυτό της τροπικής Ασίας, της Αφρικής και των παραμεσόγειων χωρών, από τους καρπούς του οποίου εξάγεται έλαιο που χρησιμοποιείται στη σαπωνοποιία, ως μέσο φωτισμού κ.λπ. Στον Ηρόδ. ονομάζεται σιλλικύπριον, τό.