LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πεταλισμός"
- πετᾰλισμός, ὁ (όπως αν προερχόταν από το πεταλίζω), ο πεταλισμός, τρόπος εξορίας εξαιρετικά ισχυρός που τον χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι στις Συρακούσες, όπως ο ὀστρακισμός στην Αθήνα, με τη διαφορά ότι το όνομα αναγραφόταν σε φύλλο ελιάς (αντί σε όστρακα).

