LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "περισσός"
-
περισσός, Αττ. περιττός, -ή, -όν (περί)·
Α. I. 1. ο πέρα από τον κανονικό αριθμό ή μέγεθος, υπερβολικός, σε Ησίοδ. 2. αυτός που βρίσκεται εκτός του συνηθισμένου τρόπου, έκτακτος, ασυνήθης, αξιοσημείωτος, έξοχος, παράδοξος, εἴ τι περισσὸν εἰδείη σοφίης, αν έχει κάποιο έξοχο δώρο σοφίας, σε Θέογν.· ομοίως, περισσὸς λόγος, σε Σοφ.· οὐ γὰρ περισσὸν οὐδὲν οὐδ' ἔξω λόγου πέπονθας, σε Ευρ. 3. λέγεται για πρόσωπα, θαυμάσιος, διαπρεπής, αξιοπρόσεκτος, ιδίως λέγεται για τη μάθηση, στον ίδ. 4. με γεν., περισσὸς ἄλλων πρός τι, ανώτερος από τους άλλους σε κάτι, σε Σοφ.· θύσειτοῦδε περισσότερα, πράγματα μεγαλύτερα απ' αυτό, σε Ανθ.· περιττότερος προφήτου, μεγαλύτερος από προφήτη, σε Κ.Δ. II. 1. περισσότερος από επαρκής, πλεονάζων, περιττός, σε Ξεν.· περιττὸν ἔχειν, έχω πλεόνασμα, στον ίδ.· με γεν., τῶν ἀρκούντων περιττά, περισσότερα από τα αναγκαία, στον ίδ.· συχνά με στρατιωτική σημασία, οἱ περισσοὶ ἱππεῖς, το εφεδρικό ιππικό, στον ίδ.· περισσαὶ σκηναί, εφεδρικές σκηνές, στον ίδ.· τὸ περισσόν, τα περιττά, τα υπολείμματα, στον ίδ. 2. με αρνητική σημασία, ανώφελος, άχρηστος, σε Τραγ. 3. υπερβολικός, υπέρμετρος, περισσὰ μηχανᾶσθαι, πράττω, κάνω περιττά πράγματα, σε Ηρόδ.· περισσὰ δρᾶν, πράσσειν, είμαι πολυπράγμων, σε Σοφ. 4. λέγεται για πρόσωπα, εκκεντρικός, εξαιρετικά περίεργος, περισσὸς καὶ φρονῶν μέγα, σε Ευρ.· περισσὸς ἐν τοῖς λόγοις Δημοσθένης, σε Αισχίν. III. στην Αριθμητική, ἀριθμὸς περιττός, περιττός, ακανόνιστος αριθμός, αντίθ. προς το ἄρτιος, σε Πλάτ. κ.λπ. Β. επίρρ. περισσῶς, I. 1. εκτάκτως, υπερβολικά, σε Ηρόδ., Ευρ.· περισσῶς παῖδας ἐκδιδάσκεσθαι, τα έχω εκπαιδεύσει υπερβολικά πολύ, σε Ευρ.· επίσης περισσά, σε Πίνδ., Ευρ. 2. με ιδιαίτερο τρόπο, αξιοσημείωτα, περισσότερον τῶν ἄλλων θάψαι τινά, πολυτελώς, σε Ηρόδ. 3. συχνά με άρνηση, οὐδὲν περισσότερον τῶν ἄλλων, σε Πλάτ. 4. τὰ περισσά, μάταια, σε Ανθ. II. ἐκ περιττοῦ, ως επίρρ., πλεοναστικά, ανώφελα, σε Πλάτ.

